Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009



Βιογραφικό σημείωμα

Ο Γιώργος  Ν. Μανέτας, είναι απόμαχος Έλληνας ναυτικός⚓και ποιητής
Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1961 στην Αθήνα από 
Κερκυραίους γονείς 
και από το 1990 είναι νυμφευμένος με την ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα 
(Λιζέτε Ντε Σόουζα Σερκέιρα). Τα έτη 1977 - 1996 εργάστηκε ως ναυτεργάτης σε ελληνικής και ξένης πλοιοκτησίας φορτηγά και γκαζάδικα ποντοπόρα πλοία. Σήμερα ζει στην Αθήνα και δραστηριοποιείται αποκλειστικά στον χώρο της λογοτεχνίας.  

Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1997 και νυν μέλος της Επιτροπής Κρίσεως Νέων Μελών (2006 – 2008 – 2010)



'Eχει εκδώσει τα βιβλία:

Θάλασσα, ποιήματα (1997)
Αστρολάβος, ποιήματα (1998)
Οξυτέρα Εγγυτάτη, ποιήματα (1999)
Ναυσίν Άριστοι,  ποιήματα (2001)
CD Ανθολογία Ποιημάτων (2004)

......................
Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα Άπαντα τόμος Α' (2018)
Της Θάλασσας, ποιήματα Άπαντα τόμος Β' (2018) 

από τις εκδόσεις Αρισταρέτη - Τιμής Ένεκεν


Ανθολόγιο A' Ποίησης Blog Γιώργου Μανέτα ⛵️ 

https://gmanetas.blogspot.com/
Τα εξ αφορμής – πάρεργα, από τα "εν όλω" Δυστοπικά
https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/




Πρώτο μέρος


Ποιήματα "Της θάλασσας" 1977 - 1996
Ανθολόγιο Β'




Γαλάζιο


Δύο φινιστρίνια, στη καμπίνα που είχα, στρογγυλά,
που μοιάζανε πολλές φορές εμένα να κοιτάνε,
είχαν στεφάνια γύρω τους σαν στόμα που μιλά
με ύφος μάλλον στοργικό σα να παρακαλάνε.

Στους μήνες, που ταξίδευα μες στον γαλάζιο υγρότοπο,

- κι αφού ο ήλιος την πορεία του είχε πάρει -
τα ένιωθα να μου πετούν αχτίδες καταπρόσωπο
και να με προκαλούν με πονηριά και χάρη.

Άλλοτε πάλι, τα 'νιωθα να με συνωμοτούν,

να κλυδωνίζουν μόνα τους να στρέφονται σε μένα,
να μου ζητάνε εκστατικά να μάθουν να μιλούν
στις μοναξιάς τις ώρες μας, να πούμε περασμένα.

Δύο ματάκια γνώρισα, στο χρώμα του τοπάζιου.

Ίσως, τα πιο πραγματικά ζεστά κι αγαπημένα.
Μέσα τους, έβλεπα τον κόσμο του γαλάζιου,
και στην καρδιά μου, μείνανε βαθιά και ριζωμένα.


12 - 1977


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σαγκάη


Στον Παύλο Τσαλπαρασίδη

Παύλο,

σου γράφω από τα "σπίτια" στο ποτάμι
καθώς ψαρεύω, συντροφιά με μια Κινέζα.
Κρατά μακρύ μέσα στα χέρια της καλάμι
κι έχει δολώσει σκαρτσιμά τη μεσσηνέζα.

Εδώ, το ρύζι προσκυνάνε για καρπό τους
κι έχουνε γούστο τους τη μέντα και το κάρυ.
Φορούν στη βόλτα τ' ακριβά τα κιμονό τους,
και κάνουν βήματα κοφτά, ξέρεις, με χάρη ...

Στα πάρκα, θέλοντας να κάνουνε αστεία,
μας δείχνουν δράκους και προτάσσουνε τα στήθη!
Με τη φωτιά να συνεπάρει απ' την εστία
και τις σκιές να ζωντανεύουν απ' τα τείχη ...

Παύλο, σαν φύγω απ' τη Σαγκάη ένα πρωί
και θα 'χω αφήσει πίσω έκδηλα τη λύπη,
θα μοιάζει ο έρωτας να φεύγει την αυγή
καθώς θα βλέπω ανατολή· και θα μου λείπει ...

2 - 1978


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έτσι ...


Έτσι, όπως θάμπωσε η σελήνη
με κείνο, το χλωμό - κίτρινο φως ...
Να 'ταν ο πόθος μου κρυφός,
μόνο για κείνη...;

Έτσι, όπως γνώρισα τ' αστέρια
και το γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού...
Να 'ταν η ομίχλη του πρωινού,
η τόσο αιθέρια...;

Έτσι, όπως γνώρισα την πλάση -
και αυτή μου η πίκρα να γραφτεί...
Να 'ταν η κτίση να χαλάσει,
χωρίς αυτή...;

Έτσι, όπως στάλαζε η βροχούλα,
και σκέψεις έρχονταν στο νου...
Nα 'ταν η ανάποδη βαρκούλα,
κάποιου αλλουνού...;

Κι έτσι, όπως θάμπωνε η σελήνη,
με κείνο, το χλωμό - κίτρινο φως...
έγινε η Θάλασσα καημός...
Έτσ' είν' εκείνη!



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλμπα


- Δροσοσταλάζει ο άνεμος, και στης αυγής τ' αγιάζι
θάλλουν της θάλασσας μικρά, παράξενα λουλούδια ...
- Άκου τον γλάρο, ποιητή, και πες μου, γιατί κράζει
με τούτα τ' ακατάληπτα του μισεμού τραγούδια;

- Πούθε ανεμίζει ο γλάρος σου με γελαστή την όψη
και σκώπτης μοιάζει, καθώς λες, τραγούδια που πειράζουν;
- Στο ανάγερμα, κάθε φορά στου μαχαιριού την κόψη
μοιάζουν οι τύψεις, θα 'λεγα, σαν γλάροι που μου κράζουν.

- Θες να του ρίξω να πληγεί, να πέσει να χτυπήσει,
ν' αφροκοπά στα κύματα μήπως σ' αναγαλλιάσει;
- Πλερέζα στ' άρμπουρο φορώ κι έχω καιρό κινήσει
μια βυθοκόρο, ψάχνοντας βυθό, να μ' αγκαλιάσει!

- Τον πορτολάνο κράτησε γερά, στα δυο σου χέρια
και δώσε του μια μολυβιά, μετά κι όπου σ' αρέσει...
- Στον αστρολάβο ρύθμισα του ορίζοντα τ' αστέρια
κι αυτά που 'δαν τα μάτια μου... Θεός να συγχωρέσει...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εξάντας 


Κακότροπος έχω καιρό σε απάνεμο ποδίσει
και τη παντιέρα σήκωσα, μεσίστια στο κατάρτι.
Μ' έχουν ξεχάσει ολότελα, και ποιος να με ζητήσει
όταν, κι αυτοί που γνώριζα, με σβήσανε απ' το χάρτη;

- Τι προδικάζεις; Στρέψετα πυξάρι τα κουπιά σου
και βέργισε τη θάλασσα, διαπόρι ν' ανταμώσεις!
Κι αν οι καιροί, τα πάλλευκα γυμνώσουνε πανιά σου,
από το κάσαρο, ίσαμε την πλώρη, να τ' απλώσεις!

- Θέλω πιαστώ απ' τα χάλκινα, του τρίποδου πισσέψη,
να βαφτιστώ και μέσα του, σκουριά να γίνω, θέλω!
- Το ανεμολόγι αγάπησες, και ποιος να σε πιστέψει
όταν τα γράμματα, καιρό, μου φτάνουν σε μπορντέλο;

- Το σκέφτομαι, μήνες πολλούς, προσάρτηση να γίνω
και δίπλα σας θε να βρεθώ με μια περπατησιά μου!
Μ' ανάθεμα τη θάλασσα, κι αν το νερό της πίνω
αίμα θα γίνει θάλασσα, να σπάσει την καρδιά μου.

- Αγάπα θάλασσες λοιπόν, παντρέψου τη Στριδώνα,
πιάσε βυθούς και, πρώτιστα, δούλεψε με τη στύση...
Διώξε λεχώνα την ξανθιά τη φίλη σου γοργόνα
και στείλε την στη μάνα σου, να την παρηγορήσει.

- Το καλντερίμι διάβαινα, το πέτρινο δρομάκι,
κι ανασκιρτούσα μέσα μου καθώς για να σε δω!...
(Ανασκευάζω σήμερα σα να 'μουνα παιδάκι,
όμως, ήμουν ανέργαστος, μικρός να συντηρώ!)

- Μόλησα την καλούμα σου, εδώ, απ' τ' ανηφόρι
και να σ' αδράξω θέλησα, παιδί που λαχταρώ.
Τη ρεντιγκότα φόρεσε, τ' όμορφο πανωφόρι,
κι αν σε κρατούν τα κύματα, κάτσε, όσο καιρό...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναύδετο


- Καθώς θα λύνω κάθε κόμπο του σταυρού,
σ' ένα ποδόστημα θα γράψω σερενάδα
να σ' τη σκορπίσω στον αγέρα, με λιακάδα...
- Ψέματα λες, στην άκρη του γιαλού

μαΐστρος φύσηξε, και σ' άκουσα να λες:
"Ένα κοχύλι θα κρεμάσω στο λαιμό σου..."
Όμως, το ξέρω, είναι η θάλασσα καημός σου
κι εσύ βιγλάτορας· στα τείχη του βυθού

ήχο λεπτό, σου μινυρίζει ένα τραγούδι
ο παντοδότης Ποσειδώνας φύλακάς σου.
Βρήκε λιμάνι επά στο μέρος της καρδιάς σου...
- Έλα, της θάλασσας ανέγγιχτο λουλούδι,

πάνω στο κύμα, μ' ένα σέπαλο ας με φτάσεις
μεθυστικό, να με δροσίσει τ' άρωμά σου!
Νύχτα, στο γραίγο έχω βαφτίσει τ' όνομά σου
«Όρκη .. Σε ναύδετο προσμένω να περάσεις...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θαλασσοκόρη


- Φέρνω νυχτέρι από παλιό Σαντορινιό
και μια μποτίλια μαυροδάφνη από την Κρήτη.
Μέσα σε πήλινο, αρχέγονο απ' τη Χιό,
που 'χε μεθύσει ο Ποσειδών την Αμφιτρίτη.

- Έλα!... Θα σου 'χω ένα τραπέζι προσφορές
κι από φουντάδο, ασημόφτιαχτο δικέλλι.
Τα δισκοπότηρα, μυθώδη απ' τις Αιγές,
που τα 'χε τάξει ο Μακεδόνας στη Νεφέλη.

Την υπνοφόρο μαυροδάφνη σου θ' ανοίξω
που την ανάσα, ξαναδίνει του πνιγμένου.
Και πλάι στο θρόνο του Θανάτου θα τη ρίξω,
τις Ερινύες να μεθώ του αδικημένου.

Και την αυγή, με τις καλόμορφες Νηρηίδες,
θα ταξιδέψουμε μαζί για την Αθήνα.
Καθώς θα φτάνουμε ανοιχτά στις Σκειρωνίδες,
απ' τα βαθιά θα ξαναδείς την Ελευσίνα.

- Μήνες φορτώνω απ' τον Ευφράτη κεχριμπάρι.
Τους πειρατές χτυπώ να φτάσω στη Μελίτη.
Για το Σιπάρ, μάλαμα φέρνω σε πιθάρι,
από ρεσάλτο στη Φοινίκη.

Θα γίνω κάτοικος και σχήμα αυτής της άμμου.
Σημίτης σκλάβος στην κοιλάδα της Νιπούρ,
για να 'βρω διάδημα σμαράγδι της Περγάμου
να σ' το φορέσω στην αρχαία στοά της Ουρ.

Σμίλη προβάρω να χαράξω τον γρανίτη.
Βραχογραφώ την Αμορίτικη μορφή σου.
Και μια βραδιά στο καπηλειό του Ελαμίτη,
μεθώ για πάντα με το νέκταρ της ψυχής σου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναϊάς


Έλα γοργόνα, Ναϊάς,
Νηρηίδα του Αιγαίου!…

Αχείμαντος θα καρτερώ
τ’ αχείλι να φιλήσω·
χαλίστρωτο, να περπατάς
στο λάμπος, μες στη λόχμη

θα σ' αγρικώ κατάνακρα,
θ’ αλαλαγώ στον βράχο.

Κι όταν τη ρήχη, θα διαβείς
πεζή πάνω στο κύμα,
θα σου συρίξω μια φορά,
κοντά να σε προπέμψουν

εφτά γοργόνες του βυθού·
σε μένα να σε δώσουν.

- Το αλόγημά σου, βιαστικό
να ρθώ μέσα στο Μάη…
Μ’ αυτό το γράμμα, ερωτικός -
περίχαρος λογιάζεις

πως έχεις πόθο, έγνοια του νου
μιαν απαρχή, που θα 'ρθει...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σθενώ


«Κυκλόφερνε η Σθενώ μέσα στη νύχτα
φιδογλιστρώντας στα νερά της καταιγίδας.
Την ξέκρινα στη λάμψη των κεριών
στο κύμα της υδάτινης παγίδας».
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

Στραφτάλιζε βαρύ άρμα οχτάτροχο
στη ρούγα του βυθού για τα ταξίδια.
Στο ξάγναντο οι κοπέλες με τα γλύφανα
λαξεύανε του θρόνου τα πλουμίδια.

Συνόδευαν στο πλάι εφτά δελφίνισσες
με κάτασπρους ασφόδελους του πόνου.
Και σπάγανε με σάλαγο τα κύματα
μικρές θαλασσοκράτειρες του θρόνου.

Μνημόνευαν σοφούς πάνω στο δώμα της
που σύριζαν βαριά μες στο σκοτάδι.
Στο θάμπος των κεριών έμοιαζαν δαίμονες
που πέταγαν πηγαίνοντας στον Άδη.

Ανέβαζαν πνιγμένους όπου γνώρισαν
τον θάνατο, κρυμμένοι στην αγκάλη τους.
Νεράιδες των βυθών σκουτιά τους ντύνανε
καθώς η νύχτα σκέπαζε τα κάλλη τους.

Ομόθρονη στο εφτάπυλο τους δίκαζε
μαντάτορας, πιστή της Αμφιτρίτης.
Και πίσωθε ο Πρωτέας διαβολόσχημος
ν' αλλάζει, και να παίρνει τη μορφή της.

Παντόθες οδυρμός, μέσα στο δώμα της
συνάρχοντες, φρουροί, νεκρός που αγκομαχούσε.
Στο φλίισμα του ακρόβραχου με ζύγωσε,
και φώναξε η Σθενώ που αχολογούσε:

"Θα μοιάζω από συθέμελα στην Έριδα!
Σαν βράχος, που το κύμα μαστιγώνει.
Βαριά όμως κατάρα στέκει απάνω μου
που τώρα χίλια χρόνια με πληγώνει.

Αν σ' έκαμα να κλάψεις, για ό,τι αντίκρισες
ακούμπησε άμα θέλεις πάνωθέ μου.
Ο θάνατος κι αν χτύπησε αλάθητα
ανάλαφρη πνοή μοιάζει του ανέμου.

Πολύχρωμο χαλί σκέπει τα πέρατα!
Με πορφυρό ο ήλιος βάφει όλα τα νέφη.
Κι αποκοιμιέται - αν θες - ο πόνος μέσα μας
στους ράθυμους ρυθμούς τα μάτια στρέφει".


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Υδροδόκη


Χρώμα γαλάζιο
πασίχαρο στα μάτια μου,
Δεκαοχτώ χρονών.

Στα κύματα, νυμφεύτηκα
την έκταση ομορφιά σου.

Στις άκρες των χειλιών σου, συλλέγω
ρανίδες λάμπουσες,
κι ανάγλυφες βαθύχροες θαλασσόπετρες.

Θαυμαστικό σου τ' όνομα!
Να μου σκορπίζεις, κι εγώ
δοξαστικά να σε συλλέγω...

 - Όταν θα γίνεις
σκοτάδια σχήματα, καλόμορφε,
θα σε διακρίνω!
Γενάρη μήνα,
καθώς θα ντύνουν
σκουτιά τη σάρκα σου,
άρμη και ψύχος.

- Σε σχήματα,
ενάλιος γύρισα
να σ' αντικρίσω
στο λυκαυγές,
σε βράχο,
- Να σπάζει αφρός -
κι εσύ
γύρω του ασώματη
ν' ασθμαίνεις,
αιφνίδια,
λεύτερη.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιπαραθέσεις


- Με κρατούσες· και μ' έχασες σε μια μάχη του νόστου.
Οι καιροί δεν το θέλησαν να με δεις άλλο πια.
- Απ' τον Έρωτα κρύφτηκες πριν ξυπνήσει ο σκοπός του
και στοχεύσει τα βέλη του, στη δική σου καρδιά.

Μοιάζει κάποιος να σου 'κλεψε την αγάπη στο ζύγι.
- Η σκουριά που 'δα στ' όνειρο σε καδένα χρυσή.
- Απ' τη στάμπα που μου 'φτιαξες μείναν γλάροι πια λίγοι.
- Θα 'ν' η αγάπη που φτέρωσε σ' άλλο μπράτσο - νησί.

- Κάμα η γλώσσα σου δίκοπη, βλέπω το αίμα που στάζει.
- Κρεμασμένος μου φαίνεσαι σε κατάρτι ψιλό.
- Με σιμώσανε θάνατοι, δες, το σώμα μου αλλάζει.
Κοίταξέ με. - Τι σου 'φταιξα. - Άφησέ με. - Γελώ.

Μύρα οσμίζομαι κι έρωτα. Τι το σώμα σου, λούζεις;
- Δανεική ... Ποιος σε κράτησε στην απόψε αγκαλιά;
- Κάποιο χέρι σε χάιδεψε και παράταιρα σκούζεις.
- Ίδιο χέρι... (Μη νιώσει... στη σκληρή της καρδιά).


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νίνα


Μία νυχτιά φθινοπώρου, στους κορμιού της την αύρα
ως αφέθηκες, είπε: "Πώς σ' αγάπησα, τόσο..."
Του κορμιού της το θαύμα που λικνίζονταν, όσο
το κοιτούσες στο τζάμι του κλειστού παραθύρου

σε συνέπαιρνε! Και είδες, τη φυκιάδα της κόμη
σαν πολύσπερμο δάσος, στου γκρεμνού της την πλάτη.
Και στο μπλε των ματιών της, στων ακτών τους την άκρη,
είδες μέσα καράβια ν' αρμενίζουν, τους πόντους.

Πόσες άγκυρες, ξέσυρες για να φτάσεις και πάλι
στερημένος, να πέσεις στη γλυκιάν αγκαλιά της.
Μα σε πείσμα, της μοίρας σου το κύμα, ζητούσε
το γαλάζιο μονόρουχο κάποιας θάλασσας άλλης ...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Απόπλους

Στην Andrelina de jesus


- Σέλωσε απόψε τ’ άτια μου
να πάμε στην Καλλίστη.
- Θάλασσες θέλω μάτια μου
να προσκυνώ με πίστη.

Στις άκρες να 'χει ο Βοθνικός
νεράιδες στ’ ακρογιάλι,
και ο ασκός Δωδωνικός
να ρέει στο περιγιάλι.

Πάνω σε ράχες δελφινιών
ολόταχες γοργόνες·
εφτά, ντυμένες των αφρών
κι αλάργα στους χειμώνες.

Ο αρματηλάτης Ποσειδών
να στέκεται σιμά μου,
και με το νέκταρ των νερών
να ευφραίνει την καρδιά μου.

- Με την ορμήνια της γοργόνας
γι' άλλα πελάγη κίνησε!
Γίνε καρπός της ανεμώνας
κι όλο τον κόσμο γύρισε.

Μ' ένα Σταυρό πάνω στο ξάρτι
κι άγκυρα στην καδένα του,
θαλασσινό χάραξε χάρτη
με τον λαμπρό πυθμένα του.

Κάτασπροι δίπλα σου οι γλάροι
τα πρωινά να τραγουδούν,
και τα μεσάνυχτα οι φάροι
με αναλαμπές να σε οδηγούν.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλλη δε θέλω


Άλλο δε θέλω, από να ζω μες στ' αφρισμένα της μαλλιά,
τα πότε αγριεμένα,
κι άλλοτε μέσα στα νερά που με γεμίζουνε χαρά,
τα ήρεμ' αφημένα.

Άλλη δε θέλησα, γιατί όσες κι αν έζησα πολύ,
αυτή μου εστάθη,
κι όπως με θέλησε κι αυτή, έτσι τη θέλησα, γιατί
δεν είχε λάθη.

Άλλη μπορούσα ν' αγαπώ, όμως αυτή σκέφτομ' εγώ,
αυτή και μόνο.
Αυτή μου γέμισε χαρά την πληγωμένη μου καρδιά,
αυτή στον πόνο.

Άλλη δεν ξέρω, όπως αυτή, κι άμα το θέλησε κι αυτή
πληγή να γίνει...
πριν προς στο θάνατο σπρωχτώ, θα θέλω να την αγαπώ,
όσο κι εκείνη.

Άλλο δε θέλω, από να πω: Πως όταν μέσα μου ποθώ,
να 'μαι κοντά της,
πόσο το θέλω να πονώ, γι αυτό και τήνε στιχουργώ,
ζώντας μακριά της...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλιος γέρων

Ας υποθέσουμε

Πως ο ήλιος εξώθησε, ή γκρεμίστηκε, πέρα!
- Τι μικροί θα φαινόμασταν των εκείνων στιγμών...
Των αστέρων που θα 'σβηνε, η πολύφωτη βέρα,
θα θρηνούσε στα δάχτυλα των λαμπρών ποιητών.

Πως η νύχτα ξεχάστηκε, πως λησμόνησε η μέρα.
Πως η φύσις αντέδρασε σε μια κάποια πληγή.
Πως οι κόρες γεννήθηκαν σε μιαν άκαρπη σφαίρα.
Πως τα δέντρα μαράθηκαν μες στην άνυδρη γη.

Ας υποθέσουμε

Πως τα σπίτια μας πέσανε, πως οι γιοι μας πεθάναν.
Πως αυτοί που γνωρίζαμε δεν υπάρχουνε πια.
Ίσως, κάποιοι, που θα 'μεναν, να ρωτούσαν: "Τι κάναν;
Δείξατε μας, της έπαρσης την παλιά τη γενιά".

Πως κι εκείνοι, πεθάνανε. Πως πρωτόζωα ξανάρθαν.
Πως ο ήλιος, λαμπρότερα θα σκορπούσε στη Γη.
Μα... τα μίση, τα πάθη μας, - φονικά που ματάρθαν -
έτσι, αέναα θα σκότιζαν πάλι αυτή τη ζωή...

Ας υποθέσουμε

Πως εσένα, που αγάπησα, να μη θέλουν να υπάρχεις.
Πως οι λέξεις πια στέρεψαν κι ίσως, ίσως κι εσύ.
Όμως, πάντοτε, Θάλασσα, την αγάπη μου θα 'χεις,
κι ως τους ύστερους στίχους μου, θα σε πλέχω χρυσή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χωρίς Γη


Με καράβι στοιχειωμένο ταξιδεύουμε και πάμε
μέσα σε άγνωστα πελάγη ξένου κόσμου αλαργινού,
με δυσδιάκριτη σημαία σ’ άλλα σύμπαντα περνάμε
αγναντεύοντας τ’ αστέρια κάποιου αλλοτινού ουρανού.

Διάσπαρτα νησιά και τόπους διερευνούμε στο σκοτάδι 
δίχως να γνωρίζουμε άλλο παρά η τύχη πού μας πάει,
κι όσο βέβαια θέλει ακόμη της ψυχής μας το ένθεο λάδι,
ζωντανούς για να μας έχει και να μας φεγγοβολάει. 

Πίσω η Γη σκούρα φαντάζει καθώς σβήστηκε για πάντα
κι ήταν η έπαρση του ανθρώπου που μας έφερε ως εδώ,
να γυρεύουμε άλλους τόπους το έτος δύο χιλιάδες τριάντα
δίχως μι' άνοιξη με τ’ άνθη που χαιρόμουν να μαδώ.

Δίχως θάλασσες και κάμπους και χωρίς πια την πατρίδα
θα 'ναι ανώφελο ταξίδι κι η χαρά μας λιγοστή,
δίχως συγγενείς κι αδέρφια πώς μη νιώσεις αν η ελπίδα
μέσα στις καρδιές δεν θέλει να τσακίσει σαν κλωστή.

Όλα μάταια μας φαντάζουν κι έτσι που ο καιρός περνάει
μόνη θύμηση και εικόνα, της ιαχής ο αλαλαγμός...
Δίχως ήλιο, δίχως τόπο, δίχως πού η χαρά σκορπάει:
Ευτυχής όποιος δεν είδε πώς της Γης ήρθ' ο χαμός.

..............................................................

Κι έτσι πια λίγοι και μόνοι σ’ έναν άγνωστο κινούμε
κόσμο, αταίριαστο στα μάτια τα δικά μας, θλιβερό,
και στο ατέρμονο ταξίδι βάρδια τ’ άπειρο ερευνούμε
λάμνοντας, μ’ ένα καράβι ρημαγμένο απ’ τον καιρό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη


Ας κληρωθείς πού σκέφτεσαι, σελήνη.
Κλίνη ακριβή να γείρεις,
να μη ξοδεύεσαι
στις κουπαστές των αναχωρητών,
πειθαρχώντας στις μνήμες των…

Χαρτογραφώ σε, νύμφη αστρική
και χλωμή περιδίνηση.
Και πάσχω ευγνωμοσύνης
σε κάθε μου στόχαση.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη II


Σα νύφη κρινοστόλιστη και σαν αμυγδαλιά
μοιάζεις χλωμή σελήνη,
κι άλλοτε με γυμνόστηθη πανώρια κοπελιά,
που το κορμί της γδύνει.

Φαντάζεις έτσι ως σε θωρώ έν' ακριβό πετράδι,
καθώς σε δαχτυλίδι,
μακριά και γύρω από της Γης τ' απόμακρο σκοτάδι,
φανταχτερό στολίδι.

Έλα κι απώθησε σιμά τ’ αργυροκέντημά σου,
να καμωθώ στο φως σου,
να πάρω από το κέντημα κι από το κόσμημά σου,
να δω το πρόσωπό σου.

Ω, νύφη, ασημόφτιαχτη και ακριβοθωρούσα,
που 'θελα εγώ κοντά σου,
που 'θελα για να σε ντυθώ εγώ η μαυροφορούσα,
φορώντας τα πλεχτά σου.

Έλα μου, κύκνε αέναε των αργυρών ονείρων,
και γείρε στο κρεβάτι,
να σου γνωρίσω τ' άνθη μου κι απ' την οσμή των μύρων
τα κρίνα, την ελάτη!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της θάλασσας ΧΙ


Σαν ο νους που θυμάται και μι’ ανάμνηση κλείνει,
ο δικός μου, καράβι μ’ ουρανό και σελήνη.
Αρυτίδωτες θάλασσες φέρει μέσα· ποτές
τα γλαρόπουλα πάνω τους με φτερούγες κλειστές. 

Βασιλέματα – θαύματα που ο Θεός έχει χτίσει,
δεν θυμίζουνε διόλου ζωγραφιάς νεκρή φύση.
Του πρωινού κείνο τ' άστρο, που το λεν αυγινό,
δεν αφήνει τα χρώματα να ριφθούν στο κενό.

Ήλιος! κόλποι και βράχια και κει πάνω γοργόνες,
μελετούν με τ’ ανθόζωα – τις μικρές ανεμώνες. 
Φιλογέλωτας λέοντας με μια φώκια Monachus…
και τα φύκη χορεύοντας να χαϊδεύουν τους βράχους.

Έτσι, η σκέψη που θέλει και σ’ ανάμνηση λύνει,
ν αρχινά το ταξίδι πρέπει ως… τη σελήνη.
Έγνοια μόνη, να τα 'χει μέσα ο νους φυλαγμένα,
σαν κρυστάλλινα κάποιας συλλογής, προσεγμένα. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εν πλω 


Η αφροντυμένη θάλασσα, του νόστου η ερωμένη,
ήρθεν απόψε υπό το φως του φεγγαριού λουσμένη,
και στο δικό, ασυντρόφευτο μοναχικό κρεβάτι…
Ένοχο στάθηκε φιλί στα χείλη μου τ’ αλάτι.

Ρίγος στο νου μου, στην ψυχή και στο κορμί μου ρίγη,
ώσπου τ’ αχτένιστα μαλλιά της μάζεψε να φύγει.

Δίχως φωνή, ψιθύρισα: «Μόνον αυτό, θυμήσου… 
Εντός μου φέρω από τα χτες το τρυφερό φιλί σου».
Ύστερ’ αυτή βυθίστηκε στο πέλαγο κι εχάθη.
Απέμεινα, να την θωρώ που χάνονταν στα βάθη. 

Είν’ ο καημός μου, αβάσταγος! Του Έρωτα η παλάμη,
δόλωνε αγκίστρι κι έριχνε στους πόντους το καλάμι. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ατλαντίς



Με την πλεύση μου θα 'θελα
ν' αντικρίσω σε, πόλη στην άρμη,
βαπτισμένη στα δάκρυα του αλμόλοιπου.

Να σε δω στων αφρών την αθάλη
ως ανθό των κοράλλινων κάμπων,
αγριλίδα στην ένυδρη φύση.

Στην ειρκτή μοναξιά των κυμάτων
των καημών νοσταλγός σου να γίνω,
στον απόμακρο αχό των Σειρήνων.

Στην απάνεμη αγκάλη των βράχων
Ατλαντίδα να ρθείς στο σκοτάδι,
με την πλεύση μου θα 'θελα!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Οξυτέρα Εγγυτάτη

Στον Βαγγέλη Παπαθανασίου

- Ρέουσα κοινότητα παντοδύναμη,
μακρινή Ανδρομέδα προήλθες·
μυθική στην άβυσσο.

- Στην αιθρία,
κατοικώ την ξηρά κυματούσα,
ανωνύμων συρρέω ακρομόλων.

Σε κοιλάδα θολή, βυθισμένη
καρτερώ μυστικής αμμοδόκης.

- Παντοδότειρα!...
τους λαούς ν' αναθρέψεις,
στον αφρό της Μεσόγειος.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ορίζοντας


Διαβάτες σιωπηλοί μοιάζουν τα κύματα
Θολά φαντάσματα τα σύννεφα που φτάνουν
Πρόβαλε κι ο θόρυβος που κάνουν
Σειρήνες στο στρατί του μισεμού

Με σκέψεις που τις διάβρωσε η αρμύρα
Συχνά παραλληλίζουν πως η μοίρα
Τις στέλνει σ' αφιλόξενες πατρίδες
Ακοίμητες στα μάτια τις κοιτάζουν
Τα χείλη τους κινούν και τις προστάζουν
Σιωπή

Στους νυχτοφώτιστους φανούς
Σπουδή θα πάθουν και φοβέρα
Αλλιώτικη του ξίφους που αντικρίζεις
Κατάβαση αστραπής φτάνει μια μέρα
Κι εμείς

Σε τούτο το στρατί του μισεμού
Ταξίδι με το φως και τον αέρα
Τ' αμπάρια μας δοσμένα σε μια ρότα
Φορτώσανε τ' αστέρια τ' ουρανού
Σαν πρώτα


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αστρολάβος

Στον Νίκο Καββαδία

- Το ιστορικό σου το 'γραψες με το φελί του βράχου
και χάραξες με μι' άγκυρα βυθούς του ωκεανού.
Είχαν πληγές τα μέλη σου, πληγές λοξές του αμάχου,
που 'χει γνωρίσει θάλασσες κάτωθε τ' ουρανού.

- Το σκουλαρίκι χρύσωσα, μέλημα της θαφής μου.
Της εκκλησιάς τα σύμβολα κρέμασα στο λαιμό.
Στο ξέθωρο, κάπως λευκό της ναυτικής στολής μου,
φέρω ναυάγια, κι εύχροο πανσπερμικό βυθό.

- Είσαι το σφύριγμα χορδής στον μυθικό αέρα!
Ο γητευτής της θάλασσας βαθιά στις αποικίες.
Είσαι μια γέννηση διαρκής, στον ύφαλο και πέρα
ένας βυθός αντίθετος στις τυμπανοκρουσίες.

-Στοίχειωσα κάτου απ' τ' αστρικά, στο φως του σημαντήρα,
κι ως στιχουργός της θάλασσας αχός, μνήμες θα ραίνω.
Μακρόσυρτα λυπητερός ζυγώνω απ' την πορφύρα
και γλάρος μεσ' ακούγομαι, στα βάθη της να κρένω!...

- Στη γλωσσική σου έκφραση, μεθώ πολλά, και λάβω
το πρώτο της εικόνας σου, της ναυτικής σου γνώσης!
Έχω καιρό στα χέρια μου έναν μικρό αστρολάβο
και ψάχνω τον αστέρα σου, με φόβο, πριν της πτώσης ...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Tο καράβι ΙΙ


Στάσου, καράβι σιωπηλό που πας προς την αιθάλη,
που στη νυχτιά λογίζεσαι καράβι φθονερό,
να πάρεις ναύτη μεσιανό στην κόφα τη μεγάλη,
για το στερνό ταξίδι του κείνο το φοβερό.

Και δώσ' στο γέροντα σχοινί και δείξε του να πέσει
κι απ' το σκαρί σου, δέσε τον καλά, να κρατηθεί
να σύρεις απ' την άβυσσο ό,τι νεκρό σου δέσει,
να βρει κι αυτός κάπου να πάει για ν' αποκοιμηθεί.

Κι αν κοιμηθεί, δώσε χαρά στο γέροντα το ναύτη,
- γαληνεμένη του η ψυχή σε καθαρά νερά,
μα να 'ναι γύρω φωτεινά σαν φως φάρου που αναύτη,
να ξαποστάσει το κορμί εκεί που αστροβολά.

Και δώσε γύρω ζωντανά και να 'χει από τα μύδια,
και δώσε ψάρια του βυθού να βόσκουνε στην άμμο,
να του χαϊδεύουν τ’ αχαμνά τα κόκαλα στολίδια,
που τόσο πολύ πόθησε να βρίσκονται κει χάμω.

Και δώσε πέλαγο βαθύ κι όλα τα μήκη δώσ' του,
και να 'χει φύκη δροσερά μ’αχτένιστα μαλλιά,
και να 'ναι οι βράχοι σκελετοί, ρημάδια έτσι εμπρός του
για να μπορεί, τη θάλασσα να χαίρει όπως παλιά.

Στάσου, καράβι, για να δεις που ησυχασμό δεν έχει…
Βιάζεται! θέλει θάνατο σε χρόνο αληθινό.
Πήρε η ψυχή και τον μισεί, κι αυτός δεν την αντέχει.
Έλα και πάρε τον μαζί σε τόπο αλαργινό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Λυκαυγή


Αρχαία κρυστάλλινα γύρω μας βλέμματα
φωτίζουν στο γκρίζο της άναστρης νύχτας
σκιές των βυθών λεκτικές σαν τον άνεμο,
με όψεις χλωμές στην διάφανη ομίχλη.

Κατόπιν βροχής της πανσέληνης άνοιξης
περνούν συνετά την αντίπλευρη όχθη
πλημμύρες μορφές, στων βυθών τα περάσματα
θρηνούν τις πληγές των ανάσκελων βράχων.

Σκορπίζουν στο κύμα διερχόμενοι απρόθυμα
εντός των αφρών της υδάτινης κλίνης,
ενάλια ντυμένοι - γυμνοί ταξιδεύοντας
αλάργα στη χαίτη ενός όστρακου γόνου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιγνωμία Ι Ι


- Υγρός ανέκφραστος
Αιμόφυρτος θνησιγενής βυθός
Αργό το φως
Κι ο θάνατος στη μνήμη μου:
Κραυγή σε φυσαλίδες.

- Μαθήτεψα στο σώμα της, μικρός αφρόγλαρος
Ιόνιος λευκοσκότεινος σωρείτης
Φεγγαροδέσμη της νυκτός
Χαλκός αφρός
Κέλυφος· πότε νυκτικό.
Κλαδί από κρίταμο.

- Δυσδιάκριτα διαρρέει στο αίμα σου,
Βοριάς φονικός,
Υγρός ναυσιπλόος θάνατος.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νηρηίς


Στάθηκα λίγο ν' αγναντέψω από τα πέλαγα.
Είδα μια πόλη, ξακουστή για χίλια χρόνια!
Στις πολεμίστρες κι απ' τα τείχη τα αιώνια,
με χαιρετούσαν οι γενναίοι, και τους γέλαγα!

Είδα καράβια, με τελώνια και αυθέντες.
Όσους κουρσάρους που ποθούσαν τ' αψηλά της.
Τριγυρινά, και στ' άλλα πέρατα κουβέντες
άκουγα μόνο, στ' όνομά της!...

Είδα κοντά της ηγεμόνες, πλάι στα κύματα.
Τη συνοδιά των διαλεχτών απ' τα Βυζάντια.
Είδα σπιγούνους, να τη σπρώχνουν τ' αποστήματα
στο μισεμό, και στη κατάντια...

Είδα της Δύσης άνεμο, τα στοιχειωμένα ζάρια...
Τον Ποσειδώνα, που 'βγαλε βούκινο στο κοχύλι.
Είδα και τα νησόσπαρτα στα τοξωτά της χείλη,
τους πειρατές, που φόρτωναν πραμάτεια της στ' αμπάρια...

Κων/πολη 1985

- Ήθελα να 'χα μια ρακή, να μέθαγα τις τύψεις
ν' ανέβω από τον Εύξεινο στη στράτα να με βρεις!
Μα πρώτα πες μου, τη χαρά και πώς θα τηνε κρύψεις
όταν την άμπωτη έρχομαι, ξανά για να με δεις;

- Πήγα μακράν και κρύφτηκα, στη χιώτικη τη ράχη
και καθώς ξέρεις, έφτασα, στης Σμύρνης τ' ανοιχτά...
Αν με ρωτάς ποιον μούτισαν κοντά στο καταράχι,
δεν με λυγάει Κομιτατζής, στο θάνατο μπροστά.

- Ώστε στην πόλη ανέβηκες, του πλοίου τη σκάλα πάνω
και πολεμώντας γύρισες στου Πόντου τις σπηλιές;
- Έχω στα μάτια δυο στεριές, μα δεν τις φτάνω.
Μοιάζουν του Αιγαίου θάλασσες κι ακρογιαλιές.

Κων/πολη 1990

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σάντα Μαρία


Στο μακρύ ταξίδι των βροχών
τις Αντίλας πέρασαν οι γλάροι.
Απ' το Πάλος σώπασαν οι φάροι
μήνες τώρα· πέρα των ακτών

να μας σέρνει πρύμα ο καιρός
δυτικά με απόκλιση δυο κάρτες.
Παλλινώριο πήραμε τους χάρτες
και ξοπίσω ανάμνηση ο αφρός.

Ο Μουσώνας μόνος αρμοστής
μάρτυρας το κύμα να οδηγάει.
Αληγείς ανέμους να σκορπάει,
τους βυθούς να παίζει ο αλχημιστής.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σύμβολο


Όταν την πρωτοστόλιζαν, τα μάρμαρά της πάνω
τα σμίλευαν θαλασσουργοί, φάντες, μικροί τεχνίτες
σε πλοία· γοργόνες λαξευτές σκυφτές στον πορτολάνο,
κάμναν σπουδές βαλλιστικής χτυπώντας τους κομήτες.

Την καλοχρόνιζαν πολλά κι οι χρυσολάτρες άντρες,
και την κερνούσαν, κι έπινε κρασί μαγαρισμένο.
Στο κομπολόι μετρούσανε κεχριμπαρένιες χάντρες,
κι έστεκε τέσσερις καιρούς μ' όνομα ξεχασμένο...

Την εστεμμένη θέλησα κοντά για να τη φτάσω
και προσδοκώντας να σταθώ μπροστά στους μυροφόρους,
για την μερσίνη των θεών κι εφέτος θα γιορτάσω
με μισαλλόδοξο λαό κι ασκούντες μισθοφόρους.

Το σμαραγδένιο δίπετρο μακρύ, λαμποκοπάει
και προς το λόφο του Αρδηττού μοιάζει να ταξιδεύει.
Σ' ένα καμβά κάποια μικρή την Αθηνά κεντάει
και το ρουμάνι του Υμηττού στα χέρια της θωπεύει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναυτίλος


- Κίνησα πάλι από νωρίς, να ρθώ να σου μιλήσω
για κείνα τα μεσόδρομα σινάφικα καράβια...
- Φύσηξε μεσοβέζικο, και πώς να σου μηνύσω
που τα 'χω απίκου κρεμαστά, βαφτήρια, και μοράβια;

- Αυτή σου η έκφραση... Λοιπόν, τρόπους δε σου 'χουν μάθει;
- Οχτώ βυζάχτρες χταποδιού στα πόδια μου πλεγμένα...
- Ερασμική, που του 'μαθες τη γλώσσα του με λάθη...
- Κάθε ριξιά κι ανάσανε, διπλά, πριν από μένα.

Θωρώ κι αυτήν, που γελαστή δήθεν κρατά τη νύστα.
Σαν κεραστής την Έμπουσα γελώ, για λίγη σάρκα...
- Εδώ, στο νυχτοπάλεμα, σε ψάχναμε στη λίστα...
- Ξανάρθω από τα κύματα, παλεύοντας μια βάρκα!

Ας μείνω... - Αμεταγύριστος, για του βυθού το χρώμα!
Για το ψηφί που 'χει φθαρεί στην υφαλοταινία.
Κι άπλευστος όπως ξέμαθες, αντίπραξε το σώμα
κακόσιτος του χορταριού, σε πείσμα και μανία.

Ο νυχτομπάτης δρόσισε, η αύρα της θαλάσσης.
Άστρα μικρά μαγευτικά στα χέρια σου πλασμένα.
Πες μου, αν θέλεις, γάτη μου, ποιος τα 'θελε να φτιάσει·
τα μέλη, πες μου, μέσα του, δεν ήταν κουρασμένα;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δεν ήρθε...


Δεν ήρθε στ' όνειρο και δεν κοιμάμαι.
Μήπως ναυάγησε μέσα σ' αυτό;
Είχαν τα μάτια της στεριά, θυμάμαι.
Σ' αυτήν ευχόμουνα πάντα να βγω.

Μετρώ στους χάρτες μου στεριές, μιαν άκρη.
Τ' αστέρια λάθος μου που τα μετρώ.
Μήπως σπαράγματα βράχων και μάκρη
μου τήνε κρύψανε, στεριά μη δω;

Νύφη μη ντύθηκε, σαν τη σελήνη
και στ' αφροσκέπασμα δεν τη θωρώ;
Χλωμή από θάνατο, δεν θέλει εκείνη
τον ίδιο θάνατο, να νιώσω εγώ;

Γιατί τα μάτια της λάθος θυμάμαι;
Θάμπωσε τ' όνειρο και τα ξεχνώ;
Ας ήταν στ' όνειρο κοντά της να 'μαι
κι ας βυθιζόμουνα μέσα σ' αυτό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πού να 'σαι, τώρα...


Μην είσαι δίπλα μου, σε απόσταση μικρή;
Κάποιο λουλούδι με τα πέταλα κλειστά;
Έρημος που 'γινε μια θάλασσ' ανοιχτή;
Μην είσαι ο γλάρος, που μιλά ψιθυριστά;

Μήπως σταυρός, σε μια καδένα μου χρυσή;
Ένα παράθυρο με θάλασσα μπροστά;
Ουράνιο τόξο σ' ένα πέλαγο βαθύ;
Μες στο ποτήρι μου, μην είσαι αντικριστά;

Τι να 'σαι, τώρα...

Μήπως... τη νύχτα έχεις ντυθεί περιβολή;
Μήπως σελήνη με τα φώτα σου σβηστά;
Μήπως ο γλάρος που 'χει πέρα βυθιστεί;
Μήπως βυθός σε καταγάλανα νερά;

Τι να 'σαι τώρα ...

Σκόνη μην έφτασες και μου 'δωσες φιλί;
Μην περιστέρι, με κατάλευκα φτερά;
Μην ήρθες δάκρυ που το ζήλεψε πηγή;
Άγνωστη γλώσσα που γνωρίζει προσφυγιά;

Τι να 'σαι τώρα...

Καράβι που 'ρθε κάποια νύχτα με βροχή...;
Φύλλο μην ήρθες, χτυπημένο απ' το Βοριά;
Δρόμος που πάτησα την άσπρη του γραμμή;
Μήπως δυστύχησες και τώρα είσαι βαριά;

Τι να 'σαι τώρα...

Που 'ταν για μένα η θύμησή σου προτροπή.
Μην είσαι ανάμνηση μαζί και λησμονιά;
Μήπως, παράδεισος, που εκεί δεν είχα μπει;
Μια οπτασία, στον ορίζοντα μακριά;

Πού να 'σαι τώρα...

Mες στον καθρέφτη που σε βρίσκω πάντα εκεί...
(Μην είμαι εικόνα της, κι αυτή δεν είν' αυτά...;
Μήπως... η θύμηση... μην είναι υποτροπή;
Μήπως αρρώστησα κι εγώ είμαι βαριά;

Μη στον παράδεισο, δεν είναι... κι είμ' εκεί;
Μήπως... τ' αντίθετα συμβαίνουν κι είμ' αυτά;
Σκόνη μην έγινα στα χείλη της φιλί;
Μην είμαι η νύχτα κι ο σταυρός, εδώ, μπροστά...;)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του ονείρου

Της Πηνελόπης 

Γιατί στου ονείρου το σκοτάδι
καντήλι, φλόγα είδα και λάδι;
Τι συμφορά...

Φορούσα μαύρο - λέει - μαντήλι
και φτέρωναν απ' το καντήλι,
μαύρα πουλιά.

Είδα και μνήμα, θρήνο απάνω
κι αυτόν που αγάπησα, να χάνω
παντοτινά.

Όνειρο πια να μην το κάμει,
να τρέχουν δάκρυα σαν ποτάμι,
αληθινά.

Σε αυτό το δάκρυ - κύμα πάνω,
ένιωσ' απόψε σαν να χάνω,
κάθε χαρά.

Γι' αυτό, όσο να 'ρθει, θα προσμένω
και στο στημόνι θα του υφαίνω,
μύρια φιλιά!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Α, να 'χα...


Α, να 'χα των ψαριών την τύχη,
- να 'μαι τσιπούρα, όσο μια πήχη,
να ξημερώνω εκεί στα βότσαλα,
στων ύφαλων τ' αφρότσαλα.

Μες στα κοράλλια και στα φύκη!
Στα παγωμένα κι άγρια μήκη
να βλέπω εγώ τα λάθη της...
των βυθισμών τα πάθη της.

Να ταξιδεύω στων κυμάτων
τη μοναξιά· και στων ρευμάτων
τη χάρη, εγώ να δίνομαι,
στο ρεμβασμό ν' αφήνομαι.

Α, μέσα να 'μουν, στα πελάγη,
κι ας θέλει το θεριό ν' αρπάγει.
Κι όσοι έχουνε τα χρήματα...
άει του διαβόλου, θύματα!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γιατί...


Άκου...! παράξενα δεν κλαίει το κύμα;
Δεν μοιάζει ανθρώπινη πόνου κραυγή;
Μήπως ο Θάνατος δεν βρήκε κρίμα
και κάτι σήμανε για μας η αυγή;

Εκείνος ο άνεμος, δεν λέει να πάψει!
Δεν έχει η θάλασσα σιωπή, γιατί;
Γιατί το σύννεφο δεν λέει ν' αστράψει;
Θέλει λιγότερο να 'ναι βατή...;

Μήπως λιγόστεψε; - Απ' τις χαρές της;
- Μήπως την "έδεσαν" σε μιαν αχτή;
- Θα ξημερώθηκε στους εραστές της,
κι αυτούς που πλάγιασαν νεκροί σ' αυτή!

Σωροί δε γίναμε στις αγκαλιές της;
Tα οστά μας ξάσπρισαν και λες: "Γιατί;
- Για δες..! ολάνοιχτες είν' οι πληγές της!
Οσμή εγκατάλειψης, θρήνος! Γιατί...;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πίντα


Κάνε το ξύλο ασίγαστη φωτιά
και δώσ' μου τέχνη, σίδερο στ' αμόνι,
για να σου χτίσω απόψε με νοτιά
ένα καράβι, θάλασσες να οργώνει...

Για να βρεθούμε! πέρ' απ' τις στεριές
να βγάζουμε στους χάρτες τις πορείες·
και στα ταξίδια να 'χεις να μου λες
παλιές σου αγαπημένες ιστορίες.

Για τον Βερίγγειο, μέχρι τα Φουρνώ,
το Πορτ Ελίζαμπεθ, το Σάντος και το Ντίσκο.
Από τα μπαρ του Χιούστον να περνώ
και πάντα μεθυσμένο να σε βρίσκω.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ελεγεία


Ξέρω κάτι καράβια που δε λύσανε
και κάποια, που ποτέ δεν είχαν δέσει·
που γυναικών τα μάτια δε δακρύσανε,
γιατί σε μόλο αυτά δεν είχαν πέσει.

Ξέρω κάτι καράβια που δε βρέθηκαν,
που χάθηκαν, στου χάους την ειμαρμένη·
που οι ναύτες, καρτερώντας πια βαρέθηκαν,
μη βλέποντας γνωστό, να περιμένει.

Ξέρω κάτι καράβια, που αρμενίσανε
στα πέλαγα, με αμπάρια φορτωμένα,
που ανθρώπου μάτι αυτά δεν αντικρίσανε,
γιατί 'ταν μυστικά λαθροφτιαγμένα.

Ξέρω κάτι καράβια, πια περήφανα,
που τα 'κοψαν του σίδηρου οι διατόμοι,
και κάποια, που τα σμίλεψαν με γλύφανα·
που μοιάζανε διαμάντια, - κι είν' ακόμη.

Ξέρω κάτι καράβια - σαν και μένανε -
που από τα χρόνια σκούριασαν και γείραν.
Φαντάσματα καράβια, που προσμένανε
το ναύλο· και ραπόρτο που δεν πήραν...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Βηρυτός


- Στέκεις στη πίντα της ακτής
πάνω σε κάβο που τεζάρει.
- Στη Δαμασκό θε να με βρεις
ή στης Σιδώνας το παζάρι.

Έχω τον πόλεμο, πατρίδα!
Έχεις ανάγκη να σ' το πω;
- Μα... στην ομίχλη που σε είδα...
- Δεν σ' έχω εχθρό μου, σ' αγαπώ!

- Εδώ... γιατί δε σκοτεινιάζει;
- Είν' το φανάρι, της ντροπής!
Σε μένα θάνατος ταιριάζει
κι όπου ησυχία της θαφής.

Με το μπαρούτι κοινωνάμε...
- Φτιάχνουν θρησκεία στ' όνομά του;
- Έχουν το χρήμα, δεν κοιτάνε
την αγωνία του θανάτου.

- Και τη σημαία, πότε τη χάλασες;
Μέσα στη δίνη του πολέμου;
- Στάζουν τα μάτια μου δυο θάλασσες,
σε κάθε φύσημα του ανέμου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας












.
Kέρκυρα ΧΙΙΙ


Βράχος είμαι, και στέκομαι κι έχω γιγάντινη όψη
κι ήρθαν φορές που βρήκανε κι ακούμπησαν οι οχτροί μου
στο γρανιτένιο μου κορμί, το χιλιολαβωμένο.

Είμαι και σχήματα πολλών και λείψανα κοράλλια
και μέλη έχω στα μέλη μου τα έμβρυα της θαλάσσης
μα... θύμωσα ως αντίκρισα ακρόπρωρα φρικώδη,
κορμπίτες και κωπήλατες εμβολοφόρες Τριήρεις.

Βυζαντινούς· βαρδιάτορες αντίκρισα στη βίγλα
και στο σταντάρδο Αγαρηνών πειρατική παντιέρα.
Τους σκλάβους μες στα κάτεργα τους αλυσοδεμένους,
κι όσους τους διέταζαν σκληρά, μανούβρες και ρεμέτζα.

Απόψε, άνεμος χάιδευε τα σχήματά μου μέλη
κι ήρθαν ξανά και φτάσανε κι ακούμπησαν οι οχτροί μου
στο γρανιτένιο μου κορμί, το χιλιολαβωμένο
το σύγχρονο, που το κοσμούν δίκροτα και φουσάτα...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σαν ταξιδέψεις...


Σαν ταξιδέψεις, πάντα
μετρώντας τον εξάντα,
να σεργιανίζεις πέρα
με γαλανή παντιέρα.

Βέντο με γρύλο τριόπα
στη βαρδαφόγο σ' το 'πα
ματσόλα και καβίλια
για χίλια μίλια
με φίλο σου κι οχτρό σου
τον διπαράλληλό σου.

Κάβο μανίλα τριέμπολο
με πλέξιμο δεξίστροφο.
Τρισίλιο και παρέμβολο·
κορδόνι δίστροφο!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Καράβια


Πάνε δυο χρόνια που 'γειρε στο μόλο το καράβι.
Με δίχως μπάρκο απόκαμε το ναύλο να προσμένει.
Στις δέστρες πάνω σάπισαν οι τέσσερις του κάβοι.
Τ' ακούω φορές στα σκοτεινά, που κράζει ως να πεθαίνει.

Απ' όταν κόπηκε, με δυο μοιάζει νησιά πελώρια.
Τους ξαπλωμένους γίγαντες παραμυθιού θυμίζουν.
Το 'να κομμάτι στέκει εδώ και τ' άλλο πέρα, χώρια.
Ως τ' αντικρίζω, θλίβομαι, τα μάτια μου δακρύζουν.

Έτσι όπως χάσκει, σκέφτομαι κοιτώντας τις καμπίνες,
πόση χαρά να δέχτηκε και πόση στενοχώρια.
Ποια φρίκη να δοκίμασαν και τρόμο οι λαμαρίνες,
όταν ψηλά σκαρφάλωναν τελώνια και μποφόρια.

………………………………….

Απόψε, οι μακελάρηδες του μέταλλου τεχνίτες,
το σπάν και το τσακίζουνε και του χαλνούν τη σάρκα!
Απόμερα, κλαίνε γοερά δυο ναύτες νυκταλήτες
γέροι, που εκεί ονειρεύτηκαν τα πρώτα τους τα μπάρκα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σκούρο 


Είναι κάποιες φορές, που απ’ τη γέφυρα πάνω,
καθώς πέφτει το φως και οι σκιές παρατάσσουν, 
ζοφερές κάποιες βλέπω που μετέπειτα χάνω.
Που μετέπειτα βλέπω και το νου μου ταράσσουν.

Κι άλλες, πάλι, φορές, βλέπω κάποια γαλέρα 
δίχως πάνω της ξάρτια και χωρίς τ’ άρμενα της,
σιγαλά να διασχίζει την αλλόκοτη εσπέρα.
Σιγαλά να βυθίζει στ’ αδηφάγα νερά της.

Κι απ’ τη θάλασσα εκείνη, να ξεχύνουν θηρία
σαν οι εν λόγω σκιές - κείνες που 'χα σιμά μου,
να διατάσσουν βροτούς ν' ανοιχτούν τα βιβλία.
Να διατάσσουν να δουν μήπως βρουν τ’ όνομά μου.

Κ’ είναι κάποιες φορές που, στη γέφυρα πάνω,
καθώς χάνεται η νύχτα και το φως ανατέλλει,
ασυναίσθητα, νιώθω, το σταυρό μου να κάνω.
Ασυναίσθητα, νιώθω, το Κακό ν' αναστέλλει…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τάο Τε


Φορτίο το ρύζι πήραμε με στάμπα του Μακάο
και στο καράβι επέβαιναν Κινέζοι λαϊκοί.
Απ' το Γιεντάι περάσαμε στις πόστες του Ρουγκάο,
και βάλαμε την πλώρη μας ξανά για Σινική.

Τη Σιγκαπούρη φτάσαμε, τη Βόρνεο, τη Σουμάτρα
και στη Τζακάρτα γνώρισα την πρώτη του Μπαλί.
Την ομορφιά της έφταναν, του Σάντος η Μουλάτρα
και η Ρενέ απ’ την Τουλόν, που μ' έμαθε φιλί!

Πόντο το πόντο μπήκαμε στον κόλπο της Βεγγάλης
και πέρασα με πράτιγο, σε μπάρα του Μαδράς.
Ποντοπορώ κυρίαρχος μιας θάλασσας μεγάλης –
κι αν θέλησες καινότροπα γοργό να μ' αγαπάς,

από το Ντέρμπαν κόπιασε, σε σπίτι του Λεσότο,
στο Κάτεντρακ, τη Βία Πρε, στην Πράσα Μαουά.
- Στον Ινδικό μετοίκισες; - Αν μου σταλεί ραπόρτο,
στείλ' τε μου με τη βίζιτα και τα Πεκινουά…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Diego Morales


Ο Diego, από τη Σάντα Φε,
που 'χε πολλά γνωρίσει,
κάποια νυχτιά, μες στο χασίς
οπού 'χε αυτός βυθίσει,

μας μίλησε για του καπνού
το πνεύμα, στην αιθάλη,
και πώς αυτό, που λαχταρά
φέρνει χαρά μεγάλη.

Αυτός ο φίλος, o πιστός,
ο πιο πολύ δικός του,
πάντα σαν φίλος φέρονταν
και φρόντιζε τα εντός του.

Κι όταν, η μοίρα θέλησε
στερνά να το καπνίσει,
το πνεύμα εκείνο, του καπνού
πήγε να συναντήσει.

Το πνεύμα αυτό, το αιθαλικό,
έλυσε κάβους βράδυ,
και με τον Diego, στο Garonne
βύθισε προς στον Άδη.

Sao Paulo 1979

Απόψε, αναθυμήθηκα
και ξαναγράφω πάλι ...
Για την ανάμνησή μου αυτή,
νιώθω μια κάποια ζάλη.

Ήτανε ψεύτης ή σοφός;
Τρελός; με δόλια γλώσσα;
Άλλης νυχτιάς το ξάφνιασμα
δεν θα υπόσχετο, όσα

εμείς, με δέος εζήσαμε,
ανυποψίαστοι, πλάνοι...
Κι ακόμη τώρα που ιστορώ
με τούτη τη μελάνι

αναριγώ, θυμούμενος!
Τρελός ή μάγκας, τύπος;
Στο μέσα μας, βαθιά, θαρρώ,
δεν είμαστε όλα... μήπως...;

Αθήνα 1997

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μάλκο


Στον Ιάσονα Σταυράκη

Έχει για σπίτι μία σπηλιά,
κι άλλoτε μια καμπίνα.
Στ' αλαργινά ακρογιάλια του
σύφιλες, καραντίνα.

Έχει για γούστο τα prive
του Παναμά μοντέλα.
Κεντήματα βλεννόρροιας
σε ξακουστά μπορντέλα.

Τραβά την Κόκα, το LSD
σε τρίφυλλο χασίσι,
κι όποιος κοτάει να παραβγεί
να ρθεί να του μιλήσει.

Άει να δούμε, θα μπορούν
περήφανου τα μπράτσα;
Πώς να κατέχει ο άμοιρος
πως είναι από την πιάτσα.

Ξέρω, τον βλέπεις διαβαστή
τελώνιο της θαλάσσης.
Σαν του λασκάρει ο κάβος του
πούθε να τον γελάσεις!

Θα λες: Του πρέπει μια θηλιά
και μαχαιριά στην πλάτη...
όμως, τιμά τους φίλους του,
που του 'βγαλαν το μάτι.

Γι' αυτό, τους στέλνει μήνυμα
σε καμπινέ του πλοίου,
στο πρώτο του ξεκίνημα,
στον εθισμό του οπίου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Le suicide


Ήταν η κόρη του Φαβιέρ του ξενοδόχου, η Στέλλα.
Τι μες στη νύστα τη γλυκιά που του Μορφέα το χάδι
σ' άχρονη με ταξίδευε παραμυθένια τρέλα,
ήθελε μες στο βράδυ;

Ήταν χλωμή, μα η χροιά στη γαλλική της γλώσσα
έμοιαζε με το χάΐδεμα μιας μουσικής· εξαίσια!
Την άκουσα πια σοβαρά όταν κατάλαβα, όσα
συνέβαιναν απαίσια.

Είπε: Ο Φαβιέρος μια θηλιά πως είχε αυτός κρεμάσει
από το δέντρο της συκιάς, που βρίσκονταν απ' έξω...
Έτσι, καθώς ξανάσαινε για κείνη του την πράξη,
σηκώθηκα να τρέξω.

Τα γουρλωμένα είδα νεκρά του μάτια πεταγμένα
και τον νεκρό να κρέμεται ξέψυχα, στο σκοινί του.
Ήταν τα πάντα του χλωμά και παραμορφωμένα,
καθ' άκρια στο κορμί του.

Αμέσως, ήρθαν ο Πιέρ κι ο Ντάριο προς εμένα
κι είπαν να πάω στη μάνα της, να την παρηγορήσω.
Ήρθε κι η Ντιάνα η βιζιτού με τα βυζιά αφημένα...
πώς μου 'ρθε να τη βρίσω...

Καθώς τις συλλυπήθηκα με τον νεκρό μπροστά μου,
πέταξα κείνο το σκοινί που 'χε ο νεκρός τους δέσει.
Όπως τον εναπόθετα με προσοχή, μη πέσει,
μηδένιζε η καρδιά μου.

Έτσι και βρέθηκα με δυο να κλαιν μόνες γυναίκες
χωρίς προστάτη κι αδερφό, χωρίς με το Φαβιέρο.
Τι θλίψη, Θέ μου, σκέφτηκα και πήγα για να φέρω,
δυο - τρεις καρέκλες.

Κλαίγοντας μάνα και παιδί, πρόσεξα πως ο Ντάριο
- ράκος ανθρώπινο κι αυτός στην τόση στενοχώρια,
έβαζε μες στα χέρια τους ένα μικρό ροζάριο,
κάτι, σαν παρηγόρια.

Είπα κι εγώ, δακρύζοντας, σε τι ωφελεί ο σταυρός σου,
κι Aυτός μη δεν κρεμάστηκε σ έναν σταυρόν απάνω;
Ποιος δαίμονας, για σε, Φαβιέρ, ζήτησε το κακό σου,
κι ασάλευτο σε πιάνω;

Η Στέλλα, απά στο ξέσπασμα του ποιητικού μου χρόνου,
πρόσφερ' αδόκητη αγκαλιά κι ένα φιλί της.
Σαν ν' ασελγούσε πάνω μου η θλίψη αυτού του πόνου,
ένιωσα το κορμί της.

Δεν ήταν πρόχειρη αγκαλιά, είχε μιαν άλλη σφίξη,
μια θέρμη πιότερη απ' αυτό που εκεί, τώρα είχε γίνει ...
Μήπως η θλίψη σ' όλ' αυτά μας πρόσφερε μια νύξη,
που 'θελε κείνη...;

Χαλάρωσα το σφίξιμο και το κατάλαβε όταν
έδειξα προς τη μάνα της, που 'ταν αυτή μονάχη.
Τον αστυνόμο ζήτησα να φέρουν, έτσι οπόταν
αλλού τη σκέψη να 'χει...

Λίγο πιο αργότερα, από κει σηκώναν το Φαβιέρο
κι ήταν θαρρώ, σα να 'φευγε ζωή απ' το μερτικό μου.
Όσα μετά κι αν ήρθανε... νιώθω πως κάτι φέρω,
δικό του και δικό μου...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δώδεκα θα 'θελα


Έναν Γενάρη, θα 'θελα, με χιόνια και με κρύα.
Μες στου χωριού τη σιγαλιά, ν' ακούω τη νύχτα τα σκυλιά,
αργά, κατά τη μία.

Έναν Φλεβάρη, θα 'θελα, σε κάποιο ερημονήσι.
Να 'χω μια βάρκα με πανιά και να γυρίζω όπως παλιά,
πίσω, κατά τη δύση.

Το μήνα Μάρτη, θα 'θελα, λουλούδια του να πιάσω.
Να κελαηδούνε τα πουλιά, κι όταν αντίκρυ μου η φωλιά,
ψυχή μου, ας ησυχάσω.

Έναν Απρίλη, θα 'θελα, κάτι από τη δροσιά του.
Να ζήσω του μεσημεριού, εκεί που η μάνα του φιδιού
νείρεται τα φιλιά του.

Του Μάη τα δέντρα, θα 'θελα κι ό,τι της Γης δεν είδα ...
Να δω το πράσινο ποθώ, κι άλλοτε πια μη στερηθώ,
την όμορφη χλωρίδα.

Έναν Ιούνη, θα 'θελα, μ' όλα του τ' ακρογιάλια.
Για να βρεθώ εκεί μέσα της, στη δαντελένια τρέσα της
να ψάχνω για κοράλλια.

Θα 'θελα Ιούλη, να χαρώ μια ηλιόλουστη βαρκάδα.
Να 'χει μια θάλασσα παιδιά και να 'ν' τα πάντα όπως παλιά,
στην ξέγνοιαστην Ελλάδα.

Αύγουστο, θα 'θελα, κι εκεί να δίνομαι με ζήλο!
Να 'ναι ζεστή - φλόγα κεριού η άμμος του καλοκαιριού,
να παίζω με τον ήλιο.

Έναν Σεπτέμβρη, θα 'θελα, να ζήσω αυτή τη στρώση:
Φύλλο να γίνω ξερικό και να μ' αρπάζει τ' αερικό,
δίχως να με πληγώσει.

Έναν Οκτώβρη, θα 'θελα να τρέξω, να σκορπίσω!
Οι στοχασμοί μου οι πιο πολλοί... αχ, να πατούσανε τη γη,
που 'θελα εγώ να ζήσω.

Έναν Νοέμβρη, θα 'θελα, κλωνάρι για ν' αγγίξω!
Κι όταν θα φτάνει ο εσπερινός, βαρύς και γκρίζος ο ουρανός
να 'ναι, για να βογγίξω.

Έναν Δεκέμβρη, ολάκερο! θα 'θελα και να βρέχει.
Ν' αναπολώ στο τζάμι ορθός και να 'ναι αδιάκοπος καιρός -
όσο η ψυχή μου, αντέχει!!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χρέος


Δεν συγχωρώ τον Έλληνα που μαύρη πέτρα ρίχνει
και για πατρίδα νιώθει αυτός τη νέα του ξένη γη.
Εδώ, του λέω τη μάνα γη πώς πρέπει για να δείχνει,
πώς να 'χει πάντοτε στο νου, μην πάει και ξεχαστεί…

Κι αν προλετάριος, πραίτορας, ή αν έχει ανέλθει δώμα,
μ’ ένα πλατύ χαμόγελο πάντα να λέει γι’ αυτή:
«Σαν της Ελλάδος οι ομορφιές… Ο ήλιος της!..» Κι ακόμα
να λέει για τ’ ακρογιάλια της, την άμμο την καυτή.

Με λεβεντιά ν’ αναπολεί και με καθάριο βλέμμα.
Να 'ν' η ψυχή του, μι’ άνοιξη! πού πρέπει, ελληνική.
Τόπους σε εικόνες να κρατά, να δείχνει πώς το γέμα
και να γνωρίζει – λέγοντας – για τη μαρμαρική:

«Ικτίνος έκτισεν αυτή, μαζί και Καλλικράτης!
Φειδίας την φιλοτέχνησε: Γλύπτης, μοναδικός.
Τα μάρμαρά της σύρθηκαν με δένδρα της ελάτης
τότε, που ο κόσμος ήτανε ακόμη Ελληνικός.

Μνημεία τ’ ανθρώπου υπέρλαμπρα! (“Α Παναγιά! Αθηνά μου!
Εσείς, του κόσμου υπέρτατες, της Γης δοξαστικές”).
– This is Acropolis! And this? – Είν΄η Αγιά σοφιά μου!
Κρατήστε αυτές! – Both photos? – Είναι, μοναδικές».

Την ευρυμάθεια, τη σωστή, την αγαπούν οι ξένοι.
Και την πατρίδα σου αγαπούν, μα δε που θα σ' το πουν.
Λώρος αρχαίος – ελληνικός αέναα που τους δένει.
Σε κάθε θαύμα, ελληνικό... τα μάτια τους, μεθούν...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πορτραίτο


Τι δειλινά και τι αυγινά, τι θάλασσες κι αστέρια…
Αυτός ο κόσμος, έλεγες, δεν φτιάχτηκε για σε.
Η θάλασσα με τ' αρμυρό σού τσάκισε τα χέρια.
Τώρα, η στεριά τα υπόλοιπα πήρε και χάλασε.

Τι για βουνά και ρεματιές, τι για πουλιά και δάση.
Τι για τους λόγγους έγραψες, τους κάμπους, τις ερμιές.
Τώρα, θαυμάζεις γέροντα του φεγγαριού τη χάση
και χαίρεσαι, γκρεμούς σαν δεις κι απότομες πλαγιές.

Πού 'ναι του νόστου οι θάλασσες; πού πήγαν τα καράβια;
Πού 'ναι τα μύρα της καρδιάς και πού ΄ναι της ψυχής;
Νέφτι και ξέβγαλε απ' το νου στριδώνα και μοράβια.
Πάρε βαφτήρι και βαφή στο χρώμα της φυγής:

Δυο χέρια πέρνα τ' ουρανού και κράτησε για να 'χεις.
Του στοχασμού το σύννεφο γκρίζο προς τ' αλαφρύ.
Βάλε καράβια, θάλασσες κι ό,τι δεν της αμάχης.
Βρες της ψυχής σου το παιδί και δείξ' του, να χαρεί...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στα όρια


«Ποιος τα παράλογα μπορεί της Θάλασσας ν’ αντέξει;»
Τα καιρικά, συχνά – πυκνά το κράζουν το 'να στ’ άλλο
κι ως τ’ αφουγκράζομαι, μετά στίχους τα κάνω, πλέξη.
Ό,τι αποσπά τις σκέψεις μου, συνήθως τ’ αποβάλλω. 

Έτσι, ως αρχίζουν οι άνεμοι και οι πρωραίοι τους ρόχθοι,
κι όπως βογκούν τα κύματα στον ρου της καταιγίδας, 
η σινική μελάνη μου, στου τετραδίου την όχθη
ντύνεται μέθεξη, κι εγώ… στα όρια της γραφίδας.

Ειδάλλως, πώς στ’ αναίμακτα, άμα δεν είσαι μάρτυς;
Δεν έχεις κίνδυνο γευτεί κι έμπειρα λαχταρήσει…
Άμα πνιγμό δεν γνώρισες κι όσα δε σου 'χε ο χάρτης…
Ό,τι με αρμύρα κόπιασες, ποιος άλλος θα εκτιμήσει;

«Μα ποιος μπορεί τη Θάλασσα να την καθυποτάξει;»
Τ’ ανεμικά, συχνά – πυκνά το κράζουν το 'να στ’ άλλο
κι ως τ’ αφουγκράζομαι, μετά στίχους τα κάνω, πράξη.
Χρόνια ένα μπάρκο σκέφτομαι, μα όλο τ’ αναβάλλω…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Tattoo


- Γιατί πληγώθηκες τόσο από μένα;
- Γιατί μου δόθηκες και δεν μιλάς;
Γιατί στα μπράτσα μου τ' ανδρειωμένα,
κόρη που κέντησα πια δε γελάς;

Μήπως ξεθώριασες και δεν υπάρχεις;
Μήπως σε κέντησαν σ' άλλο κορμί;
Μήπως κουράστηκες και πια δεν άρχεις
με την πρoτέρα σου κείνην ορμή;

Μήπως ξαπόστασες σε ξένη κλίνη;
Μήπως αρρώστησες και δεν μπορείς;
Μήπως και θλίβεσαι με τη σελήνη;
Μήπως σε πρόλαβε καιρός βαρύς;

Θύμα μην έπεσες μιας άγριας δίνης;
Γιατί μου σκιάζεσαι και δε μιλάς;
(Έρωτα, μίλα της! δώσε κι εκείνης…)
Γιατί στον πόνο μου δεν απαντάς;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ποτέ…


- Ποτέ των φύλλων ποίησα το θρόισμα·
δεν είχε χώρο η γης, μες στην ψυχή μου.

Μόνο, μια στάση, αμφίβιας διαδρομής...
κι αντίκρισα στο βλέμμα σου,
τοπία με χρώματα·
του θαυμασμού μικρά ηλιοτρόπια.

- Σε μυστικό ακρομόλι,
δροσιά σε αντιλαμβάνομαι.
Στο σώμα μου, Αργοναύτη.
Ακρόπρωρη μορφή που χάραξαν
τα λόγια των ανέμων.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


...και ήμασταν εμείς, Ποσειδώνα,
που κινήσαμε για το Βορρά·
οι πρώτοι χαρτογράφοι
βασιλιάδες της θάλασσας...

-Τις λέξεις, θ' αφροσβήσω
άμα περίσσια σκόρπισες...

- Στο λόγο μου, η πανσέληνος!
Ανυποψίαστος έγραψα...
και βέβαια, ταξιδεύω
πορεία στην άβυσσο...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ψυχή τε και σώματι, θάλασσα

Είδα:

Της χρυσαυγίτισσας Ηώς τη ροδοδάχτυλη τέμπερα
σ' ερυθρόμορφο σκύφο.
Σε κύλικα, θαλάσσιο γιόμα.

Το άστρο το πρώτο, το επιφανές
που φωτίζει τις εκβολές των ψυχών,
που χειραφετεί τον έρωτα.

Τ' αλάτι κουφέτο γυμνού λευκόλιθου
όπως νύφη – Αφροδίτη με κρίνους στα χέρια,
προς Ήφαιστο.

…………………..

Στους μυριόλιθους κόκκους της άμμου,
καρκίνους πολύποδες περιπατητικούς -
όπως Αριστοτέλης

σε μαθητεία μικρού Αλεξάνδρου κοσμοκράτορος,
του πάλαι ποτέ ισαξίου τη ρώμη,
Ποσειδώνος.

……………………

Στην τρεις – χιλιόχρονη μέσα της άσκηση,
τα πολλά τα ευ μακαρίζω, ευγνώμονας
γιατί ήμουν, και είδα…

Ιαπωνία, Κόμπε 1993


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κούρδοι

Στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν


"Θέριευε η ψυχή θωρώντας του λυκόφωτος τη χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως το μυαλό σε πυρετό.
Στο θαμπό του λογισμού του, τον συντρόφευαν οι φάροι
και με λάμψεις, του θυμίζαν κάθε τι 'ναι μπορετό.

Διύλιζε η ματιά τούς ίσκιους να 'βρει πέλαγο η ψυχή του.
Έγνοια μόνη του τ' αχνάρι της αυγής τ' αλαργινό".
- Δείξε του, πώς να κιαλάρει την αναίσχυντη εποχή του.
Μάθε του, πώς να γνωρίζει τι δεν είναι αληθινό.

- Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, συ του σύμπαντος αστέρι,
που δεν ήθελα να μάθεις, που δεν ήθελα πληγείς…
Βγες απ' το θαμπό σκοτάδι κι έλα πιάσε μου το χέρι
να σου δείξω, τι δεν πρέπει και ποια πρέπει για να δεις.

"Πέφτει, το παιδί, σφαδάζει μέσα στ' άγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο η ματιά του – σάμπως από πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί του δείξαν πόθεν τέρπεται το φίδι:
Έμαθε, η ψυχή του ανθρώπου για το τι 'ναι μπορετό…"




©Γιώργος Ν. Μανέτας


Aegean Wind


Εις μνήμην Γεωργίου Ξυπολιτάκου

Την ιστορία που θα σας πω, την ξέρουν μόνο εκείνοι
που βρέθηκαν να πολεμούν της θάλασσας τη δίνη.
Που 'δαν στοιχειά και δράκοντες στ' ατσάλι του κυμάτου.
Τους αληγείς που ακούσανε ψιθύρους του Θανάτου:

Τα παιδικά του βάσκανα, που του 'χαν για τη μοίρα,
τα 'πλεκε στίχο η μάνα του και του πατρός του η λύρα.
Το 'θελαν ηλιογέννητο, το ραίνανε με τ' άνθη!
Του λέγανε για τη στεριά, μα δε η ψυχή του ευφράνθη.

Ρώταγε μόνο, στον αφρό πώς στέκουν τα καράβια.
Πώς η στριδώνα και η σκουριά δεν πιάνουν στη μοράβια.
Όταν του δώσανε κουπί, πώς έκανε να μάθει!
Από το μόλο, η μάνα του, το σταύρωνε μην πάθει.

Στα είκοσιδυό του, ανέβηκε να δει πώς το καράβι.
Σάπια τα στρίτσα, η άγκυρα! οι δέστρες του και οι κάβοι.
Μες στα Χριστούγεννα, βαρύς καιρός οπού 'χε ζώσει,
το 'χαν οι γλώσσες της φωτιάς θανατερά λαβώσει.

( Άπατρις, είμαι, ξενικός! Δε μ' άρεσεν, η ρήχη…
Απόψε, πέλαγο βαθύ είν' της γραφής μου οι στίχοι...
Έγνοιες! λυγμοί και βάσανα, καημοί και στενοχώρια…
Κι εκείνη ακόμη μου η σκιά χαίρεται να 'ναι χώρια).

25 Δεκεμβρίου 2009


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εις μνήμην Δημητρίου Σελίμη


Μυροβολούσε η θάλασσα, σαν στέγνωνε η αρμύρα
κι εκείνη, η έρμη μάνα του, το ζύγωνε σα Μοίρα.
Τρύπωνε μες στα μάτια του, να δει πώς η ψυχή του
κι ύστερα, του ψιθύριζε γλυκόλογα στ’ αυτί του:

«Φύγε! Δεν κάνεις για στεριά! θάλασσα εσέ σου πρέπει».
Έφυγε· κι είπαν ύστερα πως πια δε θα το βλέπει...
Μαυροντυμένη, ασάλευτη προσμένει στο μουράγιο.
Ολημερίς βογκάει και λέει: «Αγόρι μου, κουράγιο!»

Μαχαίρι μαυρομάνικο βαστάει και το ξορκίζει.
Ντύνει μ' αρμύρα το κορμί κι ως τραγωδός αρχίζει:
«Ωιμέεε!! παιδί που πόνεσα, παιδί καλοσυνάτο
σε ποια να ψάξω θάλασσα, σε ποιο κύμ' από κάτω;

Ας ήταν, το κορμάκι του στερνά να τ' αγκαλιάσω,
στα καθαρά της κλίνης του σεντόνια να πλαγιάσω.
Παρακαλώ σε, Θάλασσα!! Παρακαλώ σε, Μοίρα!!
Να μην χαρώ πια θάλασσα! Να μη γευτώ πι' αρμύρα!»

Δυο μέτρα θα κατέβηκε, να βρει το χρώμα πού 'χεις,
και του 'γινες, τάφος βαθύς. Τι ζήλεψες, να του 'χεις;
Να πεις, καθώς κατέβαινε, κείνη τη σκέψη, πού 'χε…
Να 'βλεπες μόν’ πώς έκανε, πόσην αγάπη, σου 'χε.

Πες μου, καημένο μου παιδί, που μέτραες των κυμάτων,
τα οστά σου, πούθε να τα βρω στα μύρια των θυμάτων;
Σε ποιο να ψάξω, διάβα της; Το βλέμμα, πού να στρέψω;
Πούθε κει μέσα να σε βρω, και προς τα πού να τρέξω;

Σκέφτομαι τώρα, η δύστυχη, να πέσω απ' το μουράγιο,
να 'ρθω κοντά σου, αγάπη μου, μα πού να βρω κουράγιο
που με προσμένουν στόματα στο σπίτι το δικό μας
και μου θυμώνουν, λέγοντας: Μάνα, πού 'ν' το μικρό μας;

Θάλασσα, τι θ' απάνταγες στ' αδέλφια π' αγαπούνε;
Αύριο, σιμά θα κάτσουνε, κει δα θα κολυμπούνε.

Μάνα κι εσύ, θα πόνεσες στον πόνο το δικό μου.
Κάνε με τ' άλλα τα παιδιά να παίζει το μικρό μου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στυλίδα

Στον Θανάση Μπαρούτη

Να το! Να το, το καράβι. Πέφτει πλάι στην προκυμαία.
Δένουν στα κατάρτια πάνω τ’ ανεμόδαρτα πανιά.
Δες, πώς στον ιστό ανεμίζει της πατρίδος του η σημαία.
Ήρθε να μας δει, πριν φύγει για τον Κάβο του Μαλιά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τα καράβια

Απόψε, καθώς φεύγουν προς τα πέλαγα
και χάνονται στις σπείρες του Γαλάζιου,
με νοσταλγία κοιτώ, και με συγκίνηση,
ταχύπλοα να λικνίζονται στην άφρη.

Να εγκαταλείπουν πίσω τους, σφυρίζοντας
της προκυμαίας τη γνώριμη άκρη·
με μια σημαία στην πρύμνη, ελλήνισα!
διασχίζοντας τα γήινα μάκρη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μεταστάντες


Κι έφτασ’ η νύχτα του φονιά του Χάροντα βαρκάρη.
Άραγε πώς ακάλεστος στα βιαστικά ζυγώνει, 
που σκιάχτηκαν τα πέλαγα και σιώπησαν τ’ αγέρια
μεσονυχτίς και λούφαξαν του πεπρωμένου οι Μοίρες;

Ωιμέ! οι ναύτες πώς θρηνούν την άχαρη τούτην ώρα!
Τα δίχως σάρκες σώματα στ’ ατσάλια παραδέρνουν 
μπλεγμένα πάνω στ’ άρμενα και στα ναυάγια μέσα.
- Τι δεν ακούγονται οι λυγμοί, απ’ τα πλήθη των πνιγμένων;

Τι το φεγγάρι, σβήστηκε και δεν φωτάει τη ρούγα;
Τι τα ουράνια σώματα δεν κλαίγουνε για κείνους,
ψιλή βροχή δε ραίνουνε να ξεπλυθεί το γαίμα…
- Πώς της βροχής το στάλαγμα να νιώσει ο πεθαμένος;

Μάταια παλεύουν στην ειρκτή, των ναυαγών τα πλήθη.
Έτσι ως ορίζει ο Θάνατος: μες στ’ αναφιλητά τους,
(για κείνο τ’ αναπάντεχο κι ανέτοιμο ταξίδι), 
με την ανάσα του καυτή τρυγάει ψυχές κι αλώνει.  


Από τη συλλογή: Τ’ αβυσσαλέα 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στη γέφυρα

Έλεγε:

"Ταξιδεύοντας, σε αυτή τη θάλασσα, 
έχεις την αίσθηση του λεύτερου,
του απρόσβλητου, του δυνατού".

Έτσι, σίγουρος κίνησε
για το μεσαίο το κάσσαρο.
Δεν είχε αντιληφθεί από πριν όμως
τις τρεις πατημασιές του καρχαρία
κι αυτόν, που ενέδρευε
στων αμπαριών τα διάκενα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του αποχωρισμού 


Πάνε χρόνια που 'χει φύγει
για ταξίδι μακρινό,
κι εγώ νιώθω σαν πιο λίγη
από θάλασσα, ουρανό.

Τον προσμένω με την χάση, 
τ’ αεράκι τ’ αλαφρό, 
τον προσμένω για να φτάσει
με το κύμα, τον αφρό.

Αχ και να 'ταν, το καράβι
με μια πλέξη να δεθεί,
και το χέρι που το ράβει
να μη θέλει, να λυθεί.

Να μη θέλει πια να φύγει
για ταξίδι μακρινό,
να μη νιώθω κι εγώ λίγη,
δίχως θάλασσα, ουρανό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ποιήματα "Της θάλασσας" ... 1977 - 1996



Μέρος δεύτερο: "Της στεριάς" 1990 – 1996


Το καλύτερο ποίημα όλων των εποχών 
είναι εκείνο που βρίσκεται ακόμη 
στην διαδικασία της απόδοσης του


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της ψυχής II


Στη Δήμητρα - Λιζέτε

Γιατί, της ψυχής ηλιαχτίδα δική της, 
που φέρει απ’ της νιότης τον πρώτο καρπό,
τη λάμψη στερείς που 'χε μες στην ψυχή της,
κι αυτή, της χαράς της δεν ζει το σκοπό;

Πού πας βιαστικά σ’ άλλης νιότης τη χάρη
κι αυτή ζει της πλάνης μια ψεύτρα χαρά;
Μην πίσω καλείσαι να πας στο φεγγάρι;
Ποιος θέλει από τ’ άνθη της Γης τα ξερά;

Ποιος θέλει διαβάσει για κίτρινα φύλλα;
Ποιος θέλει μια στέρφα του λόγου γραφή;
Αυτή που σκορπίζει την ανατριχίλα,
θα πρέπει να δείχνει πως έχει ταφεί;

Ποια πήγες ανήλια ψυχή να λυτρώσεις;
Μην έγειρες κρίνο κορμί στου γιαλού;
Μην ξέχασες κάπου το φως σου να δώσεις
κι απ’ το πολύ θάμπος το πήγες αλλού;

Γι’ αυτό, της ψυχής ηλιαχτίδα δική της,
- στ’ αφώτιστα στείλε μι’ αχτίδα φωτός,
να πάψει θαμπά της γραφής η ψυχή της,
κι εκείνα της τ’ άνθη, να βγάλει στο φως…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της κλαίουσας


Θα προσμένω τη βροχούλα μ' ένα σύννεφο να φτάσει
ξεδιψώντας μου τη ρίζα σ' ένα βράχο πλάι γερτό,
όπου θα 'χει ολόγυρά της – μαύρο χώμα να χορτάσει,
ανεμώνες κι άγρια ρόδα, σ' έναν τόπο υποφερτό...

Θα προσμένω μιαν αχτίδα να φωτίσει τ' άγριο βράδυ
κι όσο ν’ αποκόψει, θέλω φως μονάχα εσπερινό,
φως να φέγγει μου το σώμα μέσα στο πυκνό σκοτάδι,
γιατί τ' άγνωστα φοβούμαι κι ό,τι αχεί νυχτερινό.

Όλο λέω πως είν' χαρά μου να προσμένω την αυγούλα
γιατί λαχταρούν το φως της διψασμένα οι φυλλωσιές,
γιατί λαχταρούν να πιούνε το καθάριο απ' τη δροσούλα
κι όσα που απομείναν δάκρυα μες στης Γης τις εμπασιές.

Θα προσμένω μια βροχούλα στα ριζά μου για να φτάσει,
για να πιουν οι γύρω κάμποι και τα δέντρα τ' αχαμνά.
Θα προσμένω να σιωπήσει απ' τα πέρα γύρω δάση
το τζιτζίκι, που φωλιάζει και τα μέσα μου χαλνά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας
















.

Επιθυμία


- Τι έχω πάνω μου που σε τρομάζει;
Μήπως που σ' έφερα στην ερημιά;
Μην η φτερούγα μου, που σε σκεπάζει;
Κοίτα τριαντάφυλλα και γιασεμιά!

Μην είναι ασύμμετρος τούτος ο τάφος;
Πες μου, μην ήσυχα δεν είν' εδώ;
Δες την εικόνα του, πώς ο ζωγράφος
σωστά τη φώτισε για να σε δω!

Μήπως... το σώμα σου γυμνό παγώνει;
Μην αντιστέκεσαι στ' άυλο κορμί;
Μήπως η νύχτα που σε κυκλώνει;
Μην είναι τ' άνθη σου χωρίς οσμή;

- Μου λείπει μι' άνοιξη, για να λατρέψω.
Μου λείπει σούρουπο, να ερωτευθώ.
Αχ, πόσο θα 'θελα για να επιστρέψω
κι εδώ στου τάφου μου μην ξαναρθώ.

Εγώ είμ' αγάπης ψυχή δοσμένη,
κι εδώ που κείτομαι, δίχως καμιά…
Κι αν είν' η εικόνα του, με φως λουσμένη,
πού βλέπεις στ' άνθη μου, τα γιασεμιά…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η νύφη


Της είπαν λευκό νυφικό να φορέσει από σύννεφο,
της βάλαν αταίριαστα στέφανα μιας λεύκας τη ρίζα,
κεντρί σ’ ένα φύλλο χαρτί προικοσύμφωνο αχάλαστο
με ζα, κι ένα κάμπο γιαλό σε βουνίσιο ακρωτήρι.

Μικρά χελιδόνια ξεχύνουν θλιμμένα απ' τα μάτια της,
στις δυο των βλεφάρων πλευρές γύρο κάνουν θανάτου,
ματόκλαδα εκεί ξερικά σαν τα δέντρα της έρημος,
κουρνιάζουν απάνω κοράκων τα στίφη χειμώνα.

Θυμός στο κατώφλι απ' τα χείλη κι η ανάσα της θύελλα,
πικρός κομπασμός εμφανίζει μια πλάτη σκανδάλης,
πασχίζει με οργή να χαθεί μες στης νύχτας το σάβανο,
μπροστά ξενιτιά το μαντίλι κι ο μόλος καράβι.

Καρτέρι ο φονιάς με μαχαίρι στην άκρη μιας άσφαλτος,
κοκόρι λαλεί στα παρθένα χλωμά τώρα χείλη,
ροδιού χρώμα η κάμα κι ο πέπλος της νύφης πια κόκκινος,
ψαλμοί περιμένουν κραυγές σε χωριού κοιμητήρι.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο καημός της Πηνελόπης


Τι όμορφος που 'σουν εχθές, με φόντο το καράβι…
Γύρω σου φως ανέσπερο καθώς του φεγγαριού.
Αταίριαστοι μες στη στιγμή, κειν' οι πεσμένοι κάβοι,
που 'μοιαζαν πύθωνες – θεριά, καθώς παραμυθιού.

( Άσπιλη τύλιγε σιωπή τα χείλη που διψούσα.
Δυο δειλινά τα μάτια μου με δίχως ουρανό.
Μύρια τα μύρα λούστηκα για κείνον π' αγαπούσα,
μα δεν που βρήκα τ' αλμυρό, μυρωδικό ικανό…)

Αίφνης ανοίξαν οι ουρανοί και μου 'δειξες πως βρέχει.
Κάτι, δυο γλάροι κράξανε και κίνησες μακριά.
Χρόνια το 'να μου μάγουλο για ένα φιλί απαντέχει.
Τ' άλλο, καιρό πια ξέμαθε στης πρύμνης τα σκαλιά.

( Η μοναξιά, σαν μαχαιριά χτυπά και σε σκοτώνει.
"Λίγο γαλάζιο κέντησε με πόντο αλαργινό!"
Τ' όμορφο κείνο κέντημα, πήρε πια και ματώνει…
Στέριωσε μέσα η θάλασσα κι ό,τι θαλασσινό).


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του νόστου


Τη στερνή φορά που σ' είδα, δεν την έχω στο μυαλό μου:
Ήταν νύχτα ή χαραυγή;
Μήπως σύννεφα είχε γκρίζα, ή το κιάλι το καλό μου
απ' αρμύρα είχε πληγεί;

Μήπως κύματα πελώρια σ' έκρυβαν και δεν θωρούσε
η ματιά μου η κοφτερή;
Μην απόκαμε η σελήνη, και τ' ωχρό της που σκορπούσε
άλλο δεν σε καρτερεί;

Μήπως κίνησες για τ' άστρα και στ' αέναο πέρα βράδυ
μου φαντάζεις μακρινή;
Μήπως χάθηκες, και η μέρα ντύθηκε βαθύ σκοτάδι,
νύχτα μαύρη ως η θανή;

Γιατί, Κέρκυρα του νόστου, η ματιά μου δε σε φτάνει;
- Πόσο θέλω να φανείς!
(Φορτωμένο μ' αναμνήσεις το καράβι, στο λιμάνι
δεν περίμενε κανείς…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ουτοπία ΙΙ


Αν το 'ξερε, θα ερχόταν η καλή μου.
Θα 'ταν στο μόλο, να με περιμένει.
Θα 'χε λουλούδια - ρόδα ωραία
και θα 'νιωθε, ευτυχισμένη.

Θα 'χε αγωνία κι αίσθημα μεγάλο!
Κι όσο, το πλοίο θ’ αργούσε, για να δέσει,
θα ωρίμαζαν τα μέσα της, για μένα
θα 'νιωθε πόθο, πάθος και μια ζέση

τόση που, ω! θα επάλλετο, και μόνο
λυγμούς (φαντάζομαι) και δάκρυα!
Στον καταπέλτη, σίγουρος για εκείνης
τον έρωτα, θα στέκω σε μιαν άκρια

και μ’ ανοιχτά τα χέρια, στην αγκάλη
θενά προσμένω μέσα για να πέσει.
Θα της φιλώ τα δάκρυα, λέγοντάς της:
«Ω, Κέρκυρα!» Κρατώντας τη απ’ τη μέση

θ’ ανηφορίζαμε για το Σαρόκο
κι αν ήθελε, να πάμε χέρι – χέρι,
αναλυμένα θα της έλεγα: «Αγάπη,
δίχως εσέ, η ψυχή μου, πια δε χαίρει…»


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ουτοπία ΙΙI


Θα είμαι κει, να καρτερώ...
Θα είμαι, αγαπημένε.
Θα είμαι για να σου σταθώ 
έρωτα, πληγωμένε.

Θα 'χω και κρίνα, γιασεμιά!
Γλυκό μου, παλικάρι…
Θα σε φιλεύω με όνειρα,
και κάτω απ’ το φεγγάρι

θα σου μετρώ τα σύμπαντα,
θα μου μετράς τ’ αστέρια,
και μεθυσμένη απ’ έρωτα
κρατώντας σου τα χέρια

το πρωτινό θα ψάχνουμε,
του Αυγερινού τ’ αστέρι,
γελώντας και αστειευόμενοι 
θα λέμε ποιος, τι, ξέρει

μέχρι…Ουρανοί και σύμπαντα!
Τέτοια χαρά, μη λείψει! 
Πέρασε! Έγιανε ο καημός, 
η απελπισιά και η θλίψη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα XVIII

Τέσσερις εποχές

Κι αν σε θαυμάζει, Κέρκυρα, κι αν μνημονεύει ακόμα
- στο πάναγνό σου ορκίζεται καθαγιασμένο χώμα -
είναι γιατί… η ψυχούλα του, του λέει πως δεν αντέχει,
ακούραστα να σε θωρεί δίχως ποτέ να σ’ έχει.

Κι αν λαχταρά φθινόπωρο, χειμώνα, καλοκαίρι,
είναι γιατί, τον άδραξες παιδάκι από το χέρι.
Είναι γιατί, τον έμαθες πώς ν' αγαπά τη φύση,
πώς να μπορεί, στην άμμο σου, τα κάστρα του να χτίσει. 

Κι αν σου ποθεί, ως τα σήμερα της Άνοιξης τα κρίνα
είναι γιατί, νοστάλγησε της Επτανήσου εκείνα…
Εσέ, - που του ψιθύριζες μες στην ψυχή του στέρια,
που τον ταξίδευες παιδί στους ήλιους και στ’ αστέρια -

πώς να ξεχάσει, Κέρκυρα! Κι αν σε θυμάται, πάλι
είναι γιατί, τον κράτησες στην στοργική σου αγκάλη.
Είναι γιατί… όταν καιρό δεν σε θωρεί η ματιά του,
λαβώνεται τόσο η ψυχή που σβήνεται η καρδιά του.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα VI


Σαν βλέπω εικόνα σου, σιωπώ. 
Θυμάμαι, μόνο ν’ αγαπώ
θάμνα και κλώνια.
Τα πλάγια! Τις βουνοκορφές, 
ντυμένες που 'θελ’ αδερφές,
νύφες στα χιόνια

( κόρη του νόστου, εφηβική, 
της ομορφιάς μούσα δική,
φωτός αχτίδα,
πάλλευκο κρίνο και μυρτιά, 
της τέρψης μου γλυκιά ευωδιά,
δροσοσταλίδα )

Μικρή, κορφιάτικη αγριλιά,
που 'θελα ζώσω με φιλιά!
… Τι καρδιοχτύπι....
Που σ’ έπινα, για να μεθώ. 
Δέντρο που σ’ ήθελαν μ’ ανθό,
οι εντός μου κήποι

( καθάρια εικόνα, ευλαβική, 
ασύγκριτη κι ονειρική,
γλυκιά πατρίδα,
λευκή ανθισμένη αμυγδαλιά, 
στης άνοιξης τη σιγαλιά,
άχραντη ελπίδα )

και, ω!! έρωτά μου, εφηβικέ, 
του γήρατος πλατωνικέ,
αγνή παρθένα:
Κέρκυρα! εσέ, των γλυκασμών, 
σ’ ανάμνηση των στεναγμών,
φιλώ απ' τα ξένα...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αιγαιώτισσα ΙΙ

Ήταν το δείλι μπρούτζινο πρώτη φορά που σ' είδα
εκεί, που θέριευε η νυχτιά και χάνονταν η μέρα,
που τα πουλιά λουφάζανε στις αχυρένιες κλίνες.
Τότε, ήταν που φάνηκες κι ανέκραξα στεντόρεια:

"Η ομορφιά έχει όνομα κι εσύ της μοιάζεις, τόσο!!
περίσσια, άχραντη ομορφιά, του κόσμου αυτού στολίδι,
που σε διψούν τα μάτια μου, που σε πεινούν τα χείλη,
που λαχταρούν τα χέρια μου ν’ αγγίξουν τα δικά σου.

Θηλιά στα μάτια μου 'ριξες που κόντυνε η θωριά μου
ώρια, ξωθιά Αιγαιώτισσα, παραμυθένια κόρη
που σαν σε βλέπουν στο στρατί τα φυσικά, τ’ αγρίμια,
έκπληκτα στρέφουνε μεμιάς στ' αγνάντι να θαυμάσουν".

Μα εκεί που θέριευε η καρδιά κι αντάριαζε η ψυχή μου,
κι ο νους μου ονειρευότανε πως σ’ είχα στην αγκάλη,
πως σε κρατούσα πια σφιχτά στα χείλη και φιλούσα,
ήρθε το ποίημα κι έκλεισε μ’ αυτήν εδώ τη σκέψη: 

"Κι όταν ο Χάροντας θα ρθεί να πάρει την ψυχή μου
κι ο πεθαμός στ’ απόσκιο του θα μ’ έχει ξαπλωμένο,
εκεί που γέλια δεν χωρούν παρά μονάχα θλίψη,
εκεί θα νείρεται η ψυχή πως σ’ αγαπά, πως σ’ έχει…"


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Οι τρεις γιοι

Στην Ειρήνη Κασταμονίτη

Άδικα τα 'χανε σκοτώσει,
άνθρωποι! δεν ξέρω πόσοι…
κάποια νυχτιά, μ' αλλόκοτο φεγγάρι,
κάποιο Γενάρη.
………………………………………

"Τρεις γιους, μου σκέπασε το χώμα
κ’ ύπνος βαρύς, μου τους κοιμίζει ακόμα.
Το πρώτο, δες, το παλικάρι!
που 'χα καμάρι…

Και να! ο δεύτερος νεκρός μου...
το μυρωμένο κρίνο, που 'ναι 'μπρος μου.
Το δάκρυ μου το 'χε ποτίσει,
πριν το κοιμίσει

του τάφου, ο νεκροφύλακάς του,
- το 'καμε κόσμημα ενός άστρου,
το γιο, τον δεύτερο δικό μου.
Μωρό μου,

τρίτο παιδί, κι αναρωτιέμαι
- καθώς ρωτάς κι εγώ ξεχνιέμαι,
πού 'ναι το τρίτο, το στερνό μου,
το πιο γλυκό μου…"


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η παράκληση 


Ήλθεν η ώρα! Η ώρα μου…
Σε λίγο θ’ αποθάνω.
Μηδέ που μου 'μεινε φωνή
μετάνοια για να κάνω

καθώς, χαρά δεν έδωσα, 
μονάχα έχω αδικήσει.
Δεν ευεργέτησα, θαρρώ
σ' ολάκερη τη ζήση,

γι’ αυτό, Θέ μου, Πανάγαθε
- συγγνώμη που αμαρτάνω 
μα, σχώρεσε με, ως άνθρωπο,
λίγο πριν ν’ αποθάνω

ο αμαρτωλός, ο δύστυχος! 
γονυπετής εμπρός Σου
πέφτω, κει δα και προσδοκώ
να λούσεις με το Φως Σου

ώστε, τον δρόμο να διαβώ
κι απ’ την οικτρά μου κλίνη,
στερνό ταξίδι, ως να βρεθώ
στου τάφου τη γαλήνη.

Θέ μου, σπλαχνίσου την ψυχή,
που νείρεται κοντά Σου,
και δείξε της πώς ν’ αγαπά,
πώς να σταθεί μπροστά Σου. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ενθύμιος στίχος


Μες στα ενθύμια, που 'χω βρει και φέρει από τα ξένα
και που σκαλίζω, όταν θέλω κάτι να θυμάμαι,
έχω και πράγματα πολλά που μου 'ναι αγαπημένα.
Ως τα κοιτάζω, νιώθω σαν από ταξίδι να 'μαι.

Έτσι, σε μέθη προσπαθώ γαλήνια για να πέσω
ώστε, ξανά των πουλητών να θυμηθώ τα μάτια
τα πονηρά, που ζήταγαν το πλοίο μου για να να δέσω,
πριν δώσουν σ’ άλλον την "καλή" που μου 'φερναν πραμάτεια:

«Αφέντη! ετούτο το 'φτιαξαν δυο Φοίνικες μαστόροι
και τούτο, τσάμπα! δεν νογάς ποιος το 'φτιαξε, να πάρεις!
Τ’ Αλέξανδρου, αφέντη, αυτό, το σκοτωμένο αγόρι.
Η ώρια Ελένη σας αυτή, οπού 'κλεψεν ο Πάρις.

Πάρε πραμάτεια, να χαρείς! γι’ αυτήν; και ν’ αποθάνεις!!
Δέκα σελήνια τ’ άγαλμα και δυο κούτες τσιγάρα.
Τέσσερα σ’ εύχομαι παιδιά, μα κόρες να μη κάνεις.
Άραβας, είμαι, κοίταξε! από Σημίτη φάρα».

Είναι φορές που τα κοιτώ κι αναρωτιέμαι, μήπως
δεν θα 'πρεπε, να τα 'χω εδω μα εκεί που τα κοιτάνε.
Είν’ της καρδιάς ο απέθαντος όμως ενθύμιος χτύπος,
που βγαίνει απ’ τ’ άψυχα θαρρείς και σου χαμογελάνε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανθεμόεσσα, 1225 π.Χ


Προτιμότερος ο πνιγμός, Ιάσονα 
παρά π’ αγνόησες
των Σειρήνων το κάλεσμα,
καταδικάζοντας
τους διάφωτους στίχους των ασμάτων τους

ποτέ να μη μάθω.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανεπίδοτο


Μες στην αυγή και ξύπνησα μα δεν ήσουν στην κλίνη...
Τώρα που η άνοιξις ανθεί
πες μου, ποιος θέλει να πενθεί,
τον έρωτα, όπως φθίνει...

Βγήκα στους δρόμους να σε βρω κι ανάγυρα την κτίση.
Τώρα που οι σκέψεις – συμφορά,
ψάχνω να δω πού 'ναι η χαρά,
σε Ανατολή και Δύση.

Ευχή δική μου η άνοιξη λουλούδια να σε ραίνει.
Τώρα που η όξινη βροχή...
που έμεινε πια μια εποχή…
που ό,τι αγαπάς, πεθαίνει...

Τότε που σκέφτηκα να ζω μ' όσα η ζωή μου δίνει.
Κι έτσι… όπως σκότισε μεμιάς...
ήρθε η στιγμή της ερημιάς:
Σταυρός και κομποσκοίνι. 

Στράφηκα – μάρτυς μου ο Θεός στη συμφορά μου τούτη.
Τώρα σε εικόνα του κελιού,
κάνω το σχέδιο του σταυρού:
Αυτά είναι μου τα πλούτη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αγία Ηρώισσα


Στην Ιωάννα της Λωραίνης

Ήσουν ωραία σαν ύπαρξη· μεθυστική.
Στα μάτια μου φάνταζες πανώρια εικόνα.
Εικόνα υπέρτατη, αγιωτική.
Εικόνα ηρώισσας αρχαίου αιώνα.

Γυμνό κορμί στη σμίλη του Ντεσπιώ.
Ζαν Ντ’ Αρκ Παρθένε της Λωραίνης.
Διψώ να σ’ είχα γλυκά να σε πιω,
στο φως μιας νύχτας αστρολουσμένης. 

Να δω τα μάτια σου, να δω την ψυχή.
Να νιώσω τo άγγιγμα κι αυτό το φιλί σου.
Να πω πως ξεκίνησε καινούρια εποχή.
Να νιώσω την άχραντη τη φωτοβολή σου.

Μια νύχτα ο ζωγράφος ανάδευε Φως.
(Θαρρώ του Τζιανκόλα το χέρι πως τρέμει).
Ο Πόλεμος – Έρωτας να ραίνει κρυφός.
Να θέλει στον κόσμο σου σφυρί και καλέμι. 

Να πιάσω το χέρι σου, να δω τη μορφή.
Να δω μιαν Ανάσταση με δίχως πια θρήνο.
Εσύ στην Κομπιένη να πιάνεις κορφή
κι εγώ στην καύση σου ν' αφήνω ένα κρίνο.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σπουδή


Κάθε μυστικό έχει μέτρο όσο οι πήχες της οργιάς σου.
Σε μιά τρέμει πια η φωνή σου κι όταν νείρεσαι γι’ αυτή,
κι όταν στέκει εμπρός σου νιώθεις σαν να μίκρυνε η θωριά σου,
σαν να κολυμπάς με μόχθο σε μια θάλασσα καυτή.

Όποιον δρόμο κι αν διαλέξεις, πάντα συνετά να στέκεις.
Σ’ όποιον στίχο κι αν πονέσεις κράτα πισινή μισή,
καθώς, ο καημός δεν είναι ρούχο, να ξεφτάς να πλέκεις,
μηδέ κι ό,τι λάμπει μοιάζει στην καδένα τη χρυσή.

Έγνοια ο έρωτας και θέλει κόπο, αγρύπνια και ξενύχτια.
Κόστη μύρια τα όνειρα μας κι έχουν δάκρυ και λυγμό,
σαν η θάλασσα του αδίκου, με τα κύματα τα νύχτια,
παρασέρνει το καράβι σ’ έναν άδικο πνιγμό.

Με το φύσημα του αγέρα ψάξε για καινούρια ρότα.
Κράτα την καλύπτρα μόνο για τ’ αξάφνου της βροχής,
γιατί ντύμα του κορμιού σου θα 'βρεις μι’ αλλαξιά σαν πρώτα,
μα στεγνή αλλαξιά δεν θα 'βρεις, για το ντύμα της ψυχής...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αγάμων παιάν 


Παρακαλώ σε, Θάλασσα,
του νόστου μου ερωμένη,
ώρια, ομορφιά ξεχτένιστη,
στα γαλανά ντυμένη,

των ταξιδιών συντρόφισσα,
του πόθου μου σαγήνη,
που κάθε νύχτα ερχόσουνα
στην έρημη μου κλίνη,

και με τραγούδια, φώτιζες
της μοναξιάς τα σκότη·
που σ’ είχα μέσα στ’ όνειρο
πάντα λαχτάρα πρώτη,

Θάλασσα! πικροθάλασσα,
κυρά μου αγαπημένη,
φουρτούνα μου κι απανεμιά,
δροσιά μου λατρεμένη,

όριο, της Γης και τ’ ουρανού,
στολίδι εσύ, ψυχή μου,
θεραπαινίδα, γιάτρισσα,
που σ’ ήθελα δική μου,

γιατί...; γιατί με αρνήθηκες
και τώρα δε με θέλεις,
και μάρανα, και σκότισα
στο διάβα της νεφέλης,

κι έγιν’ η αγάπη σου πληγή,
στα στήθια μου και πόνος,
και παρηγόρια ο Θάνατος!
και παρηγόρια ο Χρόνος…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κατά συρροήν

Βαθιά πληγή μου διάνοιξες
και πώς να τήνε κλείσω.
Τον έρωτα να ορίσω
με στίχους δεν μπορώ.

Καθ’ άλλο πια δεν ωφελεί
να προσπαθώ, να θέλω·
τον πόνο ν’ αναστέλλω
και να σε συγχωρώ

για όσα δεν ευτύχησα...
Η φλόγα που με καίει,
καιρό τώρα μου λέει
να χαίρω σαν θωρώ

(εικόνα που σε λάτρεψα,
ανθέ πρώτε του Μάη)
μ’ απ’ της ψυχής τα χάη,
να σ’ αποχαιρετώ… 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Υποτροπή


Και να! Που είδε στ’ όνειρο πως φάνηκε πάλι.
Πως ήρθε μεσάνυχτα.
Πως βύθισε ο έρωτας στην άδεια του αγκάλη.
Τα χέρια του ολάνοιχτα

προσμένουν τι πόθησαν και πάλι ν’ αγγίξουν.
Πως ήρθε και ζήτησε,
τ’ ανέγγιχτα χείλη τους με πάθος να σμίξουν. 
Μ' αυτός που ξενύχτισε

(να σμίξει δυο θάλασσες μες σ’ ένα ακρογιάλι,
να σμίξουν, μεσάνυχτα
το πάθος και τ’ όνειρο στην άχραντη αγκάλη,
με χέρια μισάνοιχτα 

σκορπίζει μες στ’ όνειρο και ψάχνει το γνέμα,
του έρωτα - νόστου),
ξυπνά σε προθάλαμο, και στ’ άδειο του βλέμμα
η κλίνη του αρρώστου…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιερωτικό


Από καιρό την έβλεπε στα όνειρα του, 
μέχρι που συναντηθήκανε 
κι αγαπηθήκανε, 
παράφορα, 
τόσο που καμιά φορά
απ’ την πολλήν αγάπη 
θίγονται, κι αγκαλιάζονται 
καθώς τα φίδια που τυλίγονται
μέχρι θανάτου…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιθέτως


Ήταν ίδιος το πέλαγο την ώρα που ανταριάζει,
ο πόθος μου ο κρυφός.
Ήταν καθώς της αστραπής εκείνο που με σκιάζει,
το ξαφνικό το φως.

Ήταν γιατί τα μάτια μας δε βρήκαν ν’ ανταμώσουν,
την ώρα τη σωστή.
Ήταν γιατί τα χείλη μας δεν πρόλαβαν να νιώσουν,
τη φλόγα τη ζεστή.

Ήταν γιατί δεν έπιασε τα χέρια να κρατήσει,
- λαχτάρα να σ’ το πω…
Ήταν γιατί δε μου 'δωσε μιαν ώρα, να ρωτήσει
γιατί τον αγαπώ.

Ήταν γιατί μες στ’ όνειρο, στα μέσα κάποιου Οκτώβρη…
- ω φαντασία! τρελή.
Ήταν γιατί του ευχήθηκα, ό,τι ποθεί να το 'βρει:
Γι’ αυτό δε μου μιλεί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανεκπλήρωτο ΙΙ


Πώς είναι δυνατόν να υπάρχεις και να μη σ’ έχω
Να σε βλέπω και να μη σε φτάνω
Να με αρνείσαι και να σ αγαπώ περισσότερο, 
δίχως τέλος.

Πώς, έρωτα; Πες μου…

Μα ποιος μπορεί να σε μάτιαξε, μάτια μου 
και μου θύμωσες τόσο;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλλως

Σαν να λιγόστεψαν, απόψε
τ' άστρα, τα σύμπαντα και η γης.
Σαν να λιγόστεψε και η φύση
στο αιθαλικό φως της αυγής.

Οι θάλασσες και τα ποτάμια.
Τα πορφυρά τα δειλινά
σαν να λιγόστεψαν, κι εκείνα
τ' απλά, τα καθημερινά.

Τα γιασεμιά, τ' άλικα ρόδα.
Το χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Σαν όλα, κάπως ν’ απογίναν
βορά του κόσμου, τ’ αλλουνού.

Σάμπως η πίστη μας, να εχάθη.
Άλλως η κτίσις, να πενθεί
με δίχως μύρτα κι ανθομύρα·
Με ασφόδελους και νηπενθή.

Σαν να λιγόστεψε, η αγάπη...
Σαν να βυθίσαμε, μεμιάς...
Σαν να φροντίσαμε, οι ζωές μας
κι αυτές, βορά της ερημιάς…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αισθήσεις


Της ψυχής τη συχνότητα, αναπόκριτα ορίζεις.
Πόσο μοιάζεις στα κύματα σιωπηλά που περνούν.
Ως μ’ αρνήθηκες κι έπειτα, σιγαλά ψιθυρίζεις 
“τ’ ανυπόκριτα αισθήματα, τις καρδιές συγκινούν”.

Με το ασήμι συγκρίνω το στιλπνό του κορμιού σου.
- Σε αρυτίδωτο πέλαγο λησμονείς πούθε πας.
Ό,τι λάτρεψες σφάλισε μες στ’ αρμάρι του νου σου.
Κάθε στίχος μι’ ανάμνηση, συλλογιέσαι. Γελάς.

Την αγάπη στις ρίμες σου με την πένα διανθίζεις.
Στιχουργείς για τον έρωτα μπρος σ’ ενθύμιο παλιό.
Ανασταίνεσαι κι έπειτα μες σε στίχους σκορπίζεις. 
Κεντάς κόσμους και σύμπαντα στης ψυχής τ’ αργαλειό. 

Μοιάζει ολάφριστο πέλαγο το καράβι του ονείρου.
Το ταξίδι που κίνησες μα δεν βρήκες στεριά.
Σπάζεις σμίλες και γλύφανα σε μια στήλη σιδήρου,
για να χτίσεις το κάλλιστο με την πλέρια θωριά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ζωγραφικός Πίνακας


Κι είπε: 

Θα φύγουμε μακριά, σε μι’ άλλη γη, θα πάμε.
Σε μι’ άλλη θάλασσα, άγνωστη, σ’ ένα νησί, μια ξέρα.
Όνειρα εκεί θα κάνουμε και θα χαμογελάμε.
Την δίχως δάκρυ, αγάπη μας, θα χαίρουμε ολημέρα 
είπε:

Εκεί που αμάραντα κι αθάνατα λουλούδια.
Που ’χει ποτάμια, ρεματιές, ισιάδες, καταράχια.
Που κελαηδούνε τα πουλιά τα πι’ όμορφα τραγούδια.
Οπού τοπίο συγκίνησης, οι γλάροι και τα βράχια
είπαν:

Βαρκούλες χάρτινες στο χάλκινο το δείλι
θα 'ν' οι ζωές τους, κι έπειτα διαρκείς σαν καλοκαίρι.
Στα λατρεμένα μάτια της θα την φιλάει, στα χείλη.
Στη μοναξιά του, νοιώθοντας θα του κρατά το χέρι
είπε:

Εκεί, π’ ασχήμια δεν χωρά παρά η αγάπη, μόνο.
Που το μαντίλι της φυγής δεν χρειάζεται, ν’ ασκώσεις.
Μηδέ καημό και θάνατο κει θα ’χει, μηδέ φθόνο
είπαν. Μέχρι που ξέβαψαν, του ονείρου οι αποχρώσεις…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σπουδή ΙΙ


Τα πελαγίσια κύματα σφοδρά σπάζουν στην πλώρη
κι έρπουν στο πλάγι διάφωτα τα έμβια της θαλάσσης,
κει που συνάγουν τα λυγρά των θυελλωδών ανέμων,
κει που η ψυχή ζυγίζεται μιας κι όλα τ’ ανατρέπει. 

Μες στην αχλή, πώς προσδοκάς σημείο να βρεις καθάριο 
ώστε, το διάφεγγο να δεις του διάττοντα τ’ αστέρι;
έτσι και η πένα, στο άρρητο το ξέφωτο του στίχου 
λειασμένη πρέπει, ουσιαστικά να μοιάζει με τη σμίλη:

"Κι αν είναι πλέρια η θάλασσα και θέλγεσαι από κείνη,
κι αν έχει μες στ' αγνάντι σου τι προσδοκά η ψυχή σου,
τι πάλλει μέσα σου η καρδιά, καθ’ άκρη της ν' αγγίξεις,
(γράφω), πως έχει κι αβαθή. Σκοπέλους, να τσακίσεις".

Έτσι, κάθε που βάλλουνε τα κύματα και σπάζουν
στην πλώρη, κι έρπουν διάφωτα τα έμβια της θαλάσσης,
κάνω σπουδή μου το άρρητο, στα ξέφωτα των στίχων, 
γιατί, φορές στ’ ανείπωτα, κρύβεται η έρμη αλήθεια...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναυάγια


- Ποιαν αρμενίζεις θάλασσα και δε σε φτάνει ο νους μου
και δεν μπορώ τα μάτια σου ν’ ανταμωθώ ξανά
ώστε, λίγο ν’ απάλυνα τους πλείστους στεναγμούς μου.
Ώστε, νοερά ν’ αντάμωνα, μες σε νερά κυανά. 

- Είναι του πέλαου τα στοιχειά και τ’ άναρθρα του ανέμου
που με κρατούν στ ανήλιαγα, γι’ αυτό δε με θωρείς
Θάλασσα, που κατάσαρκα σε φέρω απάνωθε μου,
που ως άλλοτε, πια δεν μπορείς παρά ν’ ανιστορείς...

- Σε αχαρτογράφητα νερά προσμένω ν’ απαγκιάσεις,
να ξαπλωθείς και μέσα μου να νιώσεις τη δροσιά.
Να μ’ ανταμώσεις, έρωτα, ωσότου αναγαλλιάσεις.
Ως να με δεις, στο κιάλι σου πρωινή δροσοσταλιά.

- Για ένα ταξίδι κίνησα - κει που το φως δε φτάνει,
που γκρεμισμένα κείτονται τα αισθήματα, η χαρά,
κει που δε φτάνει ο Έρωτας, σαν ήλιος να ζεστάνει
όποια ψυχή, αφέθηκε στα βύθια, στα σκιερά.

Που σκουριασμένες άλυσες κρατούν και ακινητούνε 
κάτω από πλήθη βότσαλα κι ωχρόφυτα γλυφά·
κει που οι ψυχές, στα πέλαγα ριγούν κι αναθαρρούνε,
κει που η ζωή, του Θάνατου το μένος, τ’ αψηφά. 

- Ήθελα εγώ, στ’ ατρόμητα τα τόξα των ματιών σου
στόχος χρηστός: στο στήθος μου να βάλλεις, της ψυχής·
η ανασαιμιά μου, θα ‘θελα στις άκρες των χειλιών σου. 
Συνεπιβάτες στ’ όνειρο παρά πια δυστυχείς.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Χριστούγεννα του 1988


Χριστούγεννα και είμαι μόνη.
Φλερτάρω το κενό κι ανάβω τσιγάρο.
Ψάχνω φλέβα καλή για να πάρω
την κρυσταλλική μου μεθαδόνη.

Ακούγεται η βούρτσα στα μαλλιά μου
σαν η βελόνα του δίσκου, που γρεζάρει.
Παπούτσια χθες πήρα απ’ το παζάρι
κι ένα μπρελόκ για τα κλειδιά μου.

Λύνω σταυρόλεξα και χαλαρώνω:
οριζοντίως εσύ κι εγώ καθέτως.
Ένα ταξίδι σκέφτομαι, ανυπερθέτως.
Οι φλέβες μου καίνε μα εγώ κρυώνω.

Γκρεμίζω τοπία και μεσημέρια
από μιας Γκάρμπο φωτό του σαράντα.
Πόσο μ’ αρέσει να κοιτώ τ’ αστέρια,
του Τζόνι Ότις ακούγοντας την μπάντα.

Δεν τρώω καλά κ’ είναι άγνωστο πότε.
Με νοιώθω τελευταία σα να μην είμαι.
Ίσως να πέθανα πια και να κείμαι
διαβάζοντας το «Εν Ψυχρώ» του Καπότε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Παραμύθι για δύο


Εγώ είμαι! που καρτέραγα
την Κοκκινοσκουφίτσα...
Εγώ είμ' ο Λύκος, ο κακός
με κάπα και με γκλίτσα.

Εγώ είμαι! του παραμυθιού
το φοβερό το τέρας,
που ιστορούνε στα παιδιά,
στο τέλος κάθε μέρας

για κείνη, την πεντάμορφη
που φόραε φανταιζί
κ’ ήθελε τ’ άγρια και χλωρά
να κόβουμε μαζί;

Με προτροπές και αστεϊσμούς...
Με αγγελικά λογάκια…
Τι παραμύθια..! Ω, Θε μου! λεν
στου κόσμου τα παιδάκια…

Τα φραουλένια, ζουμερά
τ’ άλικα κείνα χείλη…
να ξέρατε τι γεύονταν
ξημέρωμα και δείλι.

Μηδ’ άφησαν απ' τα χλωρά,
μηδέ κι από τα ξέρα!
Τα λένε καθώς θέλουνε,
μα για την ταμπακιέρα…

που όλα τα πλήθη του βουνού,
σαν έβλεπαν, στο δάσος…
λέγαν : ο Γιώργος μην; καλέ…
ο Ντίνος μην; Ο Τάσος;

Να πεις… δεν είχα μύγδαλα...;
Να πεις… δεν είχα χάρη...;
Τι μου 'ταζε στον ίμερο
πως κάποτε θα πάρει...;

Τώρα... εγώ είμαι! το θεριό…
ο δράκοντας! το τέρας!
κι ας φέρω εδώ, στο κούτελο,
της ρετσινιάς το κέρας…


Από τη συλλογή: "Εν είδει αστεϊσμού"


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ο ποιητής ΙΙΙ


Τα παιδικά, αθώα του μάτια,
που είδαν της θάλασσας τα πλάτια,
τη χλωμή μήνη,
που είδαν το χάραμα, το δείλι,
των αστεριών να τρεμοσβήνει, 
το αχνό καντήλι…

Που είδαν παλάτια, πύργους ώριους,
που είδαν τους φάρους τους πελώριους -
δυστυχισμένα,
θα διάγουν μια ήσυχη γαλήνη
ερμητικά, δεδικασμένα
στη σκοτοδίνη...

Κι αυτά τα χείλη, τα άλικα τώρα,
που τη στερνή θα πάψουν ώρα,
να ιστορούνε,
δε θα 'χουν άλλο για να δώσουν,
μηδέ για στίχους θα μιλούνε·
για να λυτρώσουν...

Κι αυτά, τα δυο του τα χεράκια,
που έτσι χλωμά σαν τα κεράκια,
θα εγκαταλείψουν,
καθώς δε θα 'χουνε πια ρίμα,
ανέργαστα θα καταλήξουν, 
στο ανήλιο μνήμα…

...................................

Τα παιδικά, αθώα του μάτια,
ήταν της σκέψης του η πραμάτεια,
ήταν η ευθύνη:
Για τις ψυχές σας, στιχουργούσε, 
και υπό το Φως που κατευθύνει,
σας ιστορούσε...


1986


©Γιώργος Ν. Μανέτας


















Κορύλοβος 

Στον Ιωάννη Κουνατιάδη †

Είναι η ψιλή μεσημβρινή βροχή που σε ταράζει.
Πώς ξεκλειδώνει εδώ η ψυχή με τον καιρόν αυτόν!
Ο Εδεμικός τόπος ξανά το νου σου αναταράζει
κι αναθυμάται η σκέψη σου, στη θέαση των ανθών.

Ηράνθεμα. Πηγές δροσιάς, οι κλαίουσες και ο Κήπος.
Η μπόρα η ανοιξιάτικη που προσπερνά γι’ αλλού.
Μέσα στην άκρατη ομορφιά, πώς της καρδιάς ο χτύπος
πιο ανάλαφρος, πιο ρυθμικός στον δέκτη του μυαλού.

Μέθεξης σχήμα εικαστικό το αιθαλικό τοπίο.
Μι’ αντίθεση, κι ο στοχασμός στο φως της αστραπής.
Στην εκκλησιά και νόμισες τ’ άχραντο Φως το Θείο,
πως σε καλούσε ευλαβικά στο αγνό Του να λουστείς.

Μες στο θαμπό και πρόσεξες την ομορφιά ενός άστρου.
Ξενύχτισες ώσπου να δεις το φως της χαραυγής.
Μονολογείς στη βόλτα σου: Ο χαλασμός του κάστρου
κι αυτά τείχη, γκρέμισαν στα χρόνια της οργής.

Κι έπειτα, η Ποίηση αντίκρυ σου σε τάφο ακουμπισμένη.
Στο βαθυπέλαγο του νου ζητεί μέσα να μπει.
Θέλει στη ρίμα τρεις ψυχές και μια χαροκαμένη.
(Δεν έχει σχόλη ο νους, ποτέ. Με χιόνια ή με βροχή…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Συγγνώμη

Θα λένε κάποτε για εμάς:
Τι χρόνια ήσαν κι εκείνα…

Μ' αν ήσαν άνθρωποι,
δε θα 'σαν ταπεινοί;
Δε θα 'χαν την επίγνωση
στην συμφορά που θα 'ρθει;
Δεν είδαν πως οι πράξεις των
καταδιωγμένους θα 'βρει;
Κι αν δεν στοχάστηκαν για εμάς,
για τ' άλλα δεν γνοιαστήκαν...

Πως τ' όμορφο της χαραυγής
ανάμνηση σε εικόνα;
Πως οι εποχές γκρεμίσανε
και τ' άνθη μαραθήκαν;
Πως η άνοιξη ξαπόστασε
κι ανέγνοιαστη κοιμάται;
Πως αν ο κάμπος δεν βραχεί
στομάχι δεν γεμίζει...

Πως τα δεντρά και τα χλωρά
δεν έχουν πια να δώσουν;
Πως τα πουλάκια στις φωλιές
δεν έχουν για να χτίσουν;
Πως δίχως έρωτα η ζωή
ανθρώπινη δεν μοιάζει;
Πως η χαρά των άκαιρη
δίχως παιδιά και κόσμο;

Θα λένε κάποτε, για εμάς…

Πως τ' άγρια εκείνα, τρόμαξαν,
κι εμείς είμαστε τώρα...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Απουσίες ΙΙΙ

Γιε μου, που πάντα ρώταγες
και μου 'θελες σε κείνη,
να φτάσεις τη σελήνη…
Που μου 'θελες, πέρα – μακριά,
ουράνιο σώμα να 'σαι,
να μην πολύ κοιμάσαι…

Των αστεριών που θαύμαζες
εκείνη την χλομάδα,
ώριο παιδί – λαμπάδα…
Που σ' ανοιχτό παράθυρο
καθόσουν με τις ώρες,
με ζέστες και με μπόρες…

- Μάνα μου, άστρο απέγινα
και πήγα π' αγαπούσα,
σ' αυτά που ξενυχτούσα…
- Και μ' άφησες, μονάχη μου
παράθυρο ν' ανοίγω;
Πώς ήθελα, για λίγο

ν' άγγιζα τα μαλάκια σου,
τα πάντα καμωμένα.
Καθώς στα περασμένα
να σε χαϊδέψω, κι ύστερα
την κλίνη να σου στρώσω.
Φιλί για να σου δώσω

παιδί, γλυκό αγγελούδι μου,
που τώρ' αλλού κοιμάσαι.
- Μάνα μου, μη λυπάσαι.
Στέκομαι πάντα δίπλα σου…
- Μα που 'ναι σου, το χέρι;
- Στο διπλανό τ' αστέρι…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γιατί, στιγμή…;


Είχα μια φίλη αδερφική, που 'χα μεγάλη αγάπη,
που το κορμί της νόσησε μ΄αγιάτρευτες πληγές.
Ήταν μι’ αρρώστια φοβερή, π’ ουδέποτε απετράπη,
γεμίζοντάς της θάνατο το σώμα τ’ ασθενές.

Την εκαλούσα σπίτι μου, στου δάσους τη γαλήνη,
φροντίζοντάς της τ’ άμοιρο κι αδύναμο κορμί.
Μου 'λεγε κει, πώς αγαπά να βλέπει τη σελήνη,
των Περσειδών τους διάττοντες, που πέφτανε με ορμή.

Κάποια φορά, σαν ψίθυρος που ακούστηκε η φωνή της,
ήθελε κείνη να μου πει, σαν γίνει αστέρι, αρκεί
μόνο το θόλο να κοιτώ, να νιώθει εμέ μαζί της,
κι ύστερ' “αποκοιμήθηκε” κοιτώντας προς τα εκεί.

Τιμώντας την, στα σκοτεινά κοιτάζω προς τον θόλο
πάντα με φόβο, μη βιαστεί Περσείδα και ριφθεί.
Όταν κρατώ, που μου 'δωσαν τη στάχτη της σε σβώλο,
τα ολάσπρα της νιώθω φτερά κι αυτά που 'χει στεφθεί.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Αγαθή


Την κορασιά, την Αγαθή, 
μέσα στης νύχτας το βαθύ 
και κάτω απ’ τ’ αποβρόχι, 
«Έγνοια η αγάπη πόχει!»

την είδανε, στ’ αποσπερνά 
με κάποιον να καλοπερνά: 
Να χαίρει, να γελάει! 
Στο στόμα να φιλάει. 

Και πριν λαλήσει ο αλέκτωρ τρεις, 
χωριά και πόλεις δεκατρείς 
το γνώριζαν· και οι ξένοι, 
πως είναι… "φιλημένη".

Κι από τα βάθη τ’ ουρανού, 
κι από του κόσμου τ’ αλλουνού, 
ήρθανε νιοι και γέροι, 
να μάθουν ποιος, τι, ξέρει.

Ντράπηκε· κι έγκλειστη θρηνεί
σε μοναστήρι· κ' εκκινεί
συγχώρεση να πάρει: 
Ζητώντας Της τη χάρη.

Πέρασαν μήνες, και μετά
πριν κλείσει χρόνους δεκαεπτά…
και πριν ο ήλιος, δύσει…
«Δεν πρόκαμε, ν’ αγνίσει!»

……………………… 

Αχ! ...Η Αγαθούλα, η κορασιά, 
με την καθάρια μπλε ποδιά 
και τις μακριές κοτσίδες, 
έλυσε κάβους χθες στις τρεις 
κι ουδέ που γνοιάστηκε η πατρίς·
κι ουδόλως οι Ευμενίδες …

©Γιώργος Ν. Μανέτας


La Morte


Στο Σπύρο Αλ. Μανέτα †


Άδεια η πόλη, μόνο θάμπωμα καπνού,
κι αργανεβαίνω ταξιδεύοντας μαζί σου.
Κινώ το χέρι, για το σχέδιο του Σταυρού,
χριστολογώ για τις ανάγκες της ψυχής σου.

Έχω στη μνήμη μου το πέρασμα στα χιόνια…
Στερνό παιάνα τις πληγές σου, πατριώτη!
Κι απ’ τη βοή κυπαρισσάνεμου τα λόγια:
«Δοξάστε, πέτρες, τον αθάνατο στρατιώτη!»

Σπουδή ζωής, κι απά’ στου Αιόλου τον αέρα,
σου κυματίζω γαλανόλευκη παντιέρα.
Και στα λειψά τα δυο, άνθη θα ραίνω
κι εκστατικά εδώ μπροστά σου θα σωπαίνω…

Κι αργανεβαίνω, ζαλισμένος για τις Μίνες.
Δρομολογώ το βραδινό το πέρασμά σου.
Σε Μαντουκιώτικο στενό, γεμάτος μνήμες
πικρολογώ γι’ αυτές, που γίναν τα δεσμά σου…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο αρραβώνας


Στη Δήμητρα Δελακούρα


- Το νυφικό που μου 'ταξε, μ' αγκάθινο στεφάνι.
Το δαχτυλίδι της χαράς δεν πρόλαβα να δω.
Αν ήταν άλλη, κι όχι εγώ, μπορεί να 'χε πεθάνει.
Μήπως στενάχωρα ζητώ μ' αυτό πάντα να ζω;

- Λόγια στ' αυτιά που 'ναι φαιδρά δεν πρέπουν σε γυναίκα.
- Μοιάζουν ενώτια λαμπερά μ' από χρυσό φτηνό.
Ήξερα πέντε σαν κι αυτόν μα τώρα γίναν δέκα.
- Πλέξε με κόμπους τους λυγμούς και κάνε τους λινό.

- Ξεπούλησέ μου τη σοδειά να σου πουλήσω κι άλλη.
- Κάνε το δάκρυ σου βροχή να σου χρωστάω πολλά.
Θωρώ τα μάτια σου καιρό με ξένο ματοκυάλι.
- Οι στοχασμοί, πώς λάθεψαν και βλέπουμε θολά;

- Πάρε χαρτί κι αρμένισε, με κείνη τη μελάνι…
- Στοχάσου μι' άγκυρα μακριά και πέλαγο βαθύ.
- Λύσε τις δέστρες της ψυχής απ' το παλιό λιμάνι
και τη παντιέρα στάμπαρε σε καθαρό πανί.

Έμπα στο φως για να διαβείς μια θάλασσα γαλήνης.
Εδώ η ψυχή με χρώματα και ιριδισμούς πολλούς.
Εδώ η χαρά είν΄ ανείπωτη κι εσύ την κατευθύνεις.
Εδώ είναι φλοίσβος και χωρά μονάχα τους τρελούς...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Συνείδηση ΙΙ


- Κουπί στα χέρια σου κρατάς και σπάρτο – καφέ φύκι.
- Σου κουβαλώ τρεις θάλασσες να γιάνεις τις πληγές.
- Για παρηγόρια δρόσισα της λήθης τ' αρμυρίκι,
και με το ρέστο νότισα τις πλείστες μου οιμωγές.  

- Είκοσι χρόνια πέρασαν κι άλλοτε πια δε σ’ είδα.  
- Δεν ανταμώνουν, δύστυχε, οι αφορεσμένοι εδώ.
- Μες σε μελάνες σ’ έψαχνε του Έρωτα η γραφίδα.
- Φρούδος θενά σε, ανάλγητε, μ' ανέγνοια την αιδώ.

- Γράμματα πόθου από στεριά μη λάβω άλλα ποτές μου! 
- Η ταχυδρόμος Μοίρα σου θα σ' τα φορτώσει αλλού!
- Τρις ναυαγός, δεν πρόκαμα στ’ Ανάπλι τις γιορτές μου.
- Μηδέ από κιάλι σ' είδανε, σε μι' άκρια του γιαλού.  

- Ήμουν εκεί που κράδαιναν τ’ αγκάθινο στεφάνι.
- Πούθε αρμενίζεις, γέροντα, καταμεσής της Γης.
- Μύρα προβάρω, λάμνοντας σε σμύρνα και λιβάνι.
Στις εσχατιές και κίνησα μ' ανέμους αληγείς.


- Τα φυλαχτάρια κράτησε σφιχτά μέσα στα χέρια
και πάλεψε με μι’ άβυσσο, ξανά για να σε δω.
Τ’ αλλοπαρμένα ρόδα μου, σ' τα ξαίνω πεφταστέρια,
κι όπως σ' τα γνέθω πέταλα, στη γης πάνω μαδώ.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μπορντέλα


Λερά κατώφλια, φώτα νέον κι έρημοι δρόμοι.
Βογκάει το μάνταλο της πόρτας σκουριασμένο.
Των γυναικών τ' αρώματα φθηνά, κι ακόμη
των σαλονιών το φως, φωτάει κοκκινισμένο.

Η φαντεζί φτάνει γυμνόστηθη κοπέλα.
Λικνίζει τ' άπτυχο σφιχτό κορμί της.
“Άξια γυναίκα μέσα ψάξε στα μπορντέλα”.
Σου το 'χε πει κάποια πριν χάσει την ψυχή της.

Μικρό ακατέργαστο διαμάντι της αβύσσου…!
“Της λογικής η αβρότητα, εδώ δεν πρέπει…
Δασκαλεμένη ψιθυρίζει μες στ' αυτί σου:
«Δώσε σε μένα οχτώ και τέσσερα στο ρέπι».

Το αμαρτωλό στρώνει κλινάρι να ξαπλώσεις.
“Αν θες την άρμη να ξεπλύνεις, στο μαστέλο.
Μετρώ στο χρόνο που απομένει, ως να τελειώσεις”.
Το φίλημά σου λαχταρώ δίχως να θέλω.

- Στον έρωτα, κρένω ακατάληπτα τις λέξεις.
- Δεν θέλει μόχθο αυτή η επιθυμία.
- Άμα σου πω γι' αγάπη, θέλω να προσέξεις.
- Πες πως σου δόθηκα, με υπόσχεση καμία.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άγκυρες


Τα μελανά, όταν ζώνουνε της θάλασσας τα φίδια
και τα πελώρια κύματα στην πλώρη παραδέρνουν,
παρηγοριά μας οι άγκυρες, – περήφανες εργάτριες –
με τους κορμούς τούς κάθετους και τ’ ατσαλένια νύχια.

Σαν ταξιδεύουμε, γερά τις έχουμε πιασμένες 
μα εκτεθειμένες, στην κακιά την ωκεάνια νόσο,
που, όταν πια θα δέσουμε τους κάβους στο λιμάνι,
τις μύριες βλέπουμε σφοδρές πληγές από τ’ αλάτι.

Εκρέει τ’ οξείδιο βλαβερές τοξίνες στους κορμούς τους
που, μοιάζουν με ακατάσχετες πληγές σαν των ανθρώπων,
μα οι ναύτες, έμπειροι σε αυτά, τα μέταλλα φροντίζουν 
κι ακόμη, ασταμάτητα: Καδένες, στρίτσα και όκια. 

1978

Ήθελα, οι ψυχές μας άγκυρες, αύτανδρες, ποντισμένες.
Γύρω συντρίμμια και πεσμένα βράχια, να τις ζώνουν·
για να μη στρέφουν προς αυτές που στη στεριά γερμένες.
Για να μη βλέπουν... όλ' αυτά, που τις ψυχές πληγώνουν.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη ΙV


Σαν παραμύθι 


Μόλις την είδα, σώπασα. Σωρό 'γινα, να πέσω.
Απ’ τα ζερβά της κουπαστής κι από την πλώρη, εφάνη
και σκιάχτηκα, σαν έτεινε το χέρι της να πιάσω.
Με απελπισία σαν ζήτησε να σώσω απ’ τον πνιγμό της.

Χρόνο δεν είχα να σκεφτώ παρά να τηνε σύρω
μεσ’ απ’ την άγρια θάλασσα κι από την καταιγίδα
που όλη τη νύχτα, μαίνονταν στη μέση του πελάγου,
με συριγμούς πρωτάκουστους στο μένος των ανέμων.

Δίχως περίσκεψη καμιά και δίχως να δειλιάσω
το παγωμένο το κορμί της άδραξα απ’ τον πόντο
μεμιάς, και την απόθεσα στου διάκενου τ’ αμπάρι,
να μη μπορούνε τα στοιχειά της θάλασσας να πάρουν.

Έτσι, χλωμή όπως έγερνε στ’ αμπάρι ακουμπισμένη,
τη ρώτησα, τι θα 'θελε γι’ αυτήν άλλο να κάνω,
μιας και η ψυχή τρεμόσβηνε μες στ’ άχραντο της σώμα,
μιας και κατάκοπη, το φως της κόντευε να εκπνεύσει. 

Συντετριμμένη κοίταξ’ ένα γύρω κι ύστερα εμένα
λέγοντας μου «μη σκέφτεσαι καλόκαρδη ψυχή μου,
μες στις βυθίσεις τις πολλές, που μ' έταξεν η φύσις, 
έχω μι΄ αδιάθετη στιγμή, μια νύχτα, π’ αποκάνω».

………………………………

Σαν παραμύθι το ιστορώ στα εγγόνια, στα παιδιά μου,
κι όπου βρεθώ κι όπου σταθώ γι' αυτήν λέγω, πως είδα,
πως κράτησα για μια στιγμή στα χέρια τη Σελήνη,
την έμορφη χλωμοκυρά, της Γης τη φωτοδότρα.

Το μολογούν τα εσπερινά τα κύματα, που το 'δαν
Βροτός στα χέρια να κρατά πριν λίγο απ’ τη θανή της
του έαρος την ελλήνισα, τ’ άγιο του θέρους λάμπος, 
που μια στην άβυσσο κινεί κι άπτερος ύστερα στέκει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη ΙΙΙ


Η αλήθεια….


Βρισκόμουν στη μέση της θάλασσας, και ήταν εκεί.
Βέβαια, το χρέος και οι σκοποί μας διέφεραν αισθητά.
Εγώ, ψάρευα, ενώ αυτή επιτελούσε το ουσιώδες: 
Χρέος αρχέγονο, με αέναες βυθίσεις μέγιστου θάρρους.

Ήταν τόσο κοντά, χλωμή όπως πάντα και μόνη.
Είχε βυθίσει μέχρι τη μέση, όταν άκουσα τις κραυγές…
Κραυγές πνιγμού, φόβου και αγωνίας, που σε παρέλυαν,
που σε πονούσαν όπως όταν χάνεις κάποιον δικό σου.

Ήταν αυτή, και ήμουν εκεί. Την είδα, που σφάδαζε…
Με αυτοθυσία, έπεσα στα παγωμένα νερά και την ανέσυρα,
ως την άκρη της βάρκας. Aιμορραγούσα και ημιθανής
καθώς ήταν, της έδωσα το φιλί της ζωής, ώσπου ανένηψε.

Ενίοτε, σας τη θυμίζω…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κόσμος 


- Στο ταξίδι που κίνησες για τα πέρατα μέρη, 
προσμετράς τ’ όνειρό σου μα σου βγαίνει λειψό. 
- Μες στου νου μου τ’ ασύνορο, αριβάρω έν' αστέρι: 
Στ’ όραμά μου μια θάλασσα που σαν βλέπω διψώ. 

Πεφταστέρι που βύθισες και σε φέρω στο βλέμμα, 
που συλλέγω σ’ ευχές μου κι έχω κάνει σωρό, 
άμα θέλεις, ανάσυρε μ’ ένα γρίπο το γέμα, 
να σας έχω στη ρίμα μου μνήμες σαν ιστορώ. 

- Κάθε λέξη ένας ψίθυρος που φτερώνει στ’ αψήλου. 
Ναυαγοί που σκορπίσατε - δίχως τέλος κι αρχή. 
- Φορώ πάντοτε τ' άχραντο το σκουτί του ναυτίλου, 
προστατεύοντας στ’ άστατα των καιρών μη βραχεί. 

Μύρια τ’ άστρα και τ’ άπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου: 
Αλογάριαστα πόσα σας συλλέγω μ’ ευχές… 
- Έλα! Ξάπλωσε, αγόρι μου. Σε θωπεύω. Κοιμήσου. 
- Μάνα, οι σκέψεις μου ασύνορες κοσμικές προσευχές. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας



O πρωτόμπαρκος


Πώς ήθελε, απ' τη στεριά μακριά να ταξιδέψει,
να βρέξει κείνο το στεγνό από θάλασσα κορμί,
να μπει κει μέσα της χωρίς το βλέμμα του να στρέψει·
εμπόδιο πια να μη σταθούν της μάνας του οι λυγμοί.

Ήθελε ν' άρχει, με χρυσά σιρίτια στη στολή του
κι όλα τα διάσημα καθώς στο στήθος που φορούν.
Ήθελε πίστη, σεβασμό στην όποιαν εντολή του,
δίχως “εχθροί και φίλοι του”, να τον περιφρονούν.

Κι όσο σκεφτόταν, θάρρευε και στα βαθιά κινούσε,
μα κείνα τ΄ άγρια του καιρού τον πήγαιναν γι' αλλού!
Ο φόβος, θόλωνε το νου, έκλαιε, παρακαλούσε,
κοίταζε πίσω μήπως δει την άκρια του γιαλού:

“Δώσε να φτάσω στη στεριά και πάνω να πατήσω,
να γιάνει τούτο απ' τις πληγές που ρήμαξε κορμί·
να πέσω χάμω της και πριν την άμμο να φιλήσω,
όρκο να κάνω: Θάλασσας μην ξαναζήσω ορμή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Το όνειρο ΙΙ


Απόψε, μέσα στ’ όνειρο μου φάνηκε πως σ’ είδα
να κατεβαίνεις το στρατί παράξενα γερμένος
τόσο, που μέσα στο θολό δυσδιάκριτο σκοτάδι,
θύμιζες πλοίο που χτύπησε σφοδρά μια καταιγίδα.

Απόμεινα να σε κοιτώ στ’ αντίπερα ως περνούσες
με κείνη τη βηματισιά καθώς των μεθυσμένων
ναυτών, οπού τρικλίζουνε κρατώντας το φανάρι.
Ίδια κι εσύ βημάτιζες κι ασύνδετα μιλούσες.

Φύσηξε τότε ως τη στεριά της θάλασσας ο αέρας 
κι έφερε κείνη τη γνωστή του νόστου μυρωδιά του
τόσο, που ξύπνησα μεμιάς και κίνησα για να 'βρω
το καραβίσιο τ’ όνειρο, στο μόλο της εσπέρας.

Πρόσεξα, τότε, το δικό κορμί που 'ταν γερμένο
να κατεβαίνει το στρατί μ’ απελπισιά γεμάτο
τόσο, που μέσα στ’ αυγινό και καθαρό της μέρας…
Σκιάχτηκα! πέρα να κοιτώ ποιον τάχα περιμένω…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Της Γης


Πόσο του βουνού προσμένω την πλαγιά για ν’ αντικρίσω.
Να κρυφτώ απ’ το κάμα κείνο του ζεστού καλοκαιριού.
Πόσο λαχταρώ το μάγο μονοπάτι να πατήσω.
Των πουλιών φωλιά να κάνω την παλάμη του χεριού.

Πόσο λαχταρά η ψυχή μου το φθινόπωρο να φτάσει.
Απ’ τα πέρα να ξανάρθουν γκρίζα σύννεφα δροσιάς.
Πόσο λαχταρώ να βρέξει και το χώμα να χορτάσει.
Των δασών, κείνες οι ρίζες, να ξεδίψαγαν μεμιάς.

Πόσο λαχταρώ χειμώνα να σκορπίσω απά στο χιόνι.
Τα γερμένα τα κλωνάρια να τινάξω καταγής.
Να φροντίσω το μικρούλι το πουλάκι που κρυώνει.
Να χαϊδέψω τ’ άγιο χώμα, που θα πάρει εμέ στη γης.

Πώς της άνοιξης προσμένω τα λουλούδια για ν’ ανθίσουν.
Να μεθύσω στις οσμές τους που τα μύρα τ’ ακριβά,
θάμνα των γκρεμών πουρνάρια την ψυχή μου θα γεμίσουν,
για να δώσω αυτής κομμάτι προς εκείνον που πονά


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Δεύτερος μέρος


Από τη συλλογή "Έπεα πτερόεντα"



Διαβάτη...

κι αν είν' ο δρόμος σου, τραχύς και θέλεις ν' αποστάσεις,
ίσκιο να βρεις πριν να διαβείς τις μακρινές εκτάσεις,
στάσου και πάρε ανασεμιά βαθιά, να σε λυτρώσει,
κι απ' τα λευκά τα γιασεμιά του λόγου μου, τη χρώση

άλλοτε δες, τα γαληνά κι άλλοτε τα εξημμένα.
Τον πόνο δες και τι περνώ, φορές και ηθελημένα.
Δες τον ιδρώτα της ψυχής και τ' άλλα της καρδιάς μου.
Για τ' άδολο, μου δώσανε τα πάλλευκα φτερά μου

και για τ' αγνό, με χρίσανε μέσα μου αγάπη να 'χω,
να ραίνω με τις λέξεις μου το κάθε τι μονάχο.
Να κλώθω ρίμες ξαίνοντας, να υφαίνω, να μαντάρω!
και να τελειώνω ξέροντας ποια δάκρυα να γραδάρω.

Γι' αυτό, διαβάτη, κι αν τραχύς κι αν όλο εμπόδια, ο δρόμος,
στάσου σιμά ν' αφουγκραστείς, πολύωρα ή συντόμως
κι ένα σου υπόσχομαι, απ' αυτά αδιάφορο δεν έχει:
κάτι, σε τούτα τα γραπτά, θα βρεις να σ' απαντέχει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ας ήταν

Ας ήταν, να έρθεις κάποιαν άνοιξη,
με τα Μαγιάτικα τ' άνθη τα πρώτα,
καθώς οι κάλυκες, πλέρια θα λούζονταν
απ' τ' αστρικά τ' άχραντα φώτα.

Κι όπως, τα γύρω όλα θ' ανθίζανε
με τα ευώδη, τα τρυφερά τους,
εμείς, στα κρίνα και στα αμάραντα,
θε να χαιρόμασταν, τους περιπάτους.

Το πρωινό της χλόης το πάτημα,
θα ήταν χαλί του έρωτά μας,
εκεί που ζουν τ' άγρια, τ' ανήμερα,
εκεί που αγάλλεται, η καρδιά μας.

Πού οι ρεματιές, τα πεύκα, τα έλατα.
Πού του βουνού οι οξιές. Τ' αγέρια.
Πού τα πουλιά με το κελάϊδισμα.
Κι εμείς, οι δυο κάτω απ' τ' αστέρια.

Ας ήταν, να έρθεις κατά την άνοιξη.
Ας ήταν να έρθεις, έρωτά μου.
Δείλι κι αυγή. Τις νύχτες, νοιώθοντας
σφικτά να κράταγα, στην αγκαλιά μου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Aπουσίες

Σαν έφυγε, στέκω αδειανή
κι από τον έρωτα ορφανή,
και κλαίω και συλλογιέμαι
πώς φτάσαμε στ' αποψινά
κι ο πόνος πια με κυβερνά,
καθώς δεν αγαπιέμαι;

Η ζήλεια, τρώει το μυαλό
κι άλλο δε σκέφτομαι καλό,
παρά να πάω να πέσω
πού ακροβατούνε τα γαλιά
με χάρη και ανεμελιά.
Ή τη θηλιά να δέσω.

Κι έπειτα; Εγώ μέσα στη γης
λες και θα νοιάζεται κανείς!
να θέλει, ν' αγαπήσει...
Σιωπή. Με άνοο το μυαλό,
δίχως να νοιώθω τι αγαπώ,
και τι 'θελα μισήσει.

Ω! πόση να 'ν' η αποθυμιά,
στη σκοτεινή την ερημιά,
στην κλίνη τη νωπή μου;
Στερνό λιβάνισμα ο αχός.
Δίχως μ' αυτόν πια - δυστυχώς -
θ' ακούγεται η σιωπή μου....;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γυναίκα

Σε είδα στον ύπνο μου, περίσσια κόρη.
Ζεστά ψιθύριζες πως μ’ αγαπάς.
Ήταν το βλέμμα σου σαν τ’ αγριοβόρι,
κι ήσουν ανάρια – σα να πετάς.

Είχ’ ένα κίτρινο μάγο φεγγάρι
και γύρω μι’ άνοιξη φανταστική.
Τα νυχτολούλουδα, ήσαν μια χάρη,
κι εσύ στον διάκοσμο πραγματική.

Πέρα και κάτω από ένα δέντρο,
μου ‘δειχνες πόσο πολύ αγαπάς.
Ήμουν ο κόσμος σου κι εσύ το κέντρο.
Το άγιο εικόνισμα μιας εκκλησιάς.

Κι ύστερα… χάθηκες μες στο σκοτάδι
κι ο κόσμος έγινε λίγος, κοινός.
Αχ! πόσο θα ‘θελα ένα σου χάδι
αγία, που πόθησα – ο αμαρτωλός.

...................................

(Την είχα πάντοτε μες στ' όνειρό μου.
Ήταν ο πόθος μου, ο αληθινός.
Ήλιος στ΄ αφώτιστο παράθυρό μου.
Σκέψης - περίπατος ο πρωινός.

Είχα έναν έρωτα τρελό μαζί της.
Ένοιωθ' αγάπη, αληθινή.
Ήταν της λύπης μου πίκρα, γλυκύτης.
Του ανέφικτου ήταν - παντοτινή.

Κι ύστερα... έφυγε κι έμεινα μόνος.
Ταξίδι δίχως πια γυρισμό.
Όλα τα αισθήματα γίνανε πόνος.
Για κείνη γνώρισα τον μαρασμό.

Kαλόγρια έγινε κι είπαν εχάθη.
Ώσπου μια νύχτα, στα σκοτεινά,
την είδα εμπρός μου· κι εγώ εμαράνθη
κατου απ' τα κόκκινα, τα φωτεινά...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έρωτας ΙV

Μια χούφτα σύννεφο να πιώ από τα χέρια Σου
να ξεδιψάσουνε τα μέσα μου κι απόψε.
Να δροσιστούν τα χείλη - καθώς φίλησες,
κι ύστερα πάρε μου τι ανάπνευσες και δώσε.

Εγώ από κείνα τα φιλιά θα στύψω τ' άρωμα,
φως τα πολύφωτα τ' αστέρια για να ράνω
ώστε, το αιθέριο του φωτός τους να 'ν' η μέθεξη,
γι' αυτούς που πόνεσαν γι' αγάπη παραπάνω.

Να χαίρουν τ' άνθη, σαν αιώνια να 'ταν η άνοιξη
κι από τη δρόσο να μεθούν κι άλλων τα χείλη
ώσπου, στ' απέραντο το διάστημα, τ' ατέλευτο
κείνο που ράναμε το φως μας, ν' ανατείλει.

Κι έπειτα, τ' άπαντα τα σύμπαντα, τα ευγνώμονα
υμνώντας κείνα της δροσιάς πρώτα φιλιά μας -
το λάλον τι θα συγκινεί χείλια γλυκόπιοτα,
μιας και τα λόγια, θα 'ναι στίχοι απ' την καρδιά μας.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στα ξαφνικά

Χαρά δεν είχα που έφευγε και χάνονταν στο μούχρωμα
την ώρα που όλα σβένανε κι απόμενα μονάχη.
Ήταν δική του απόφαση. Στα ξαφνικά και απρόσμενα,
ένοιωσα σα να βύθιζαν κι η θάλασσα κι οι βράχοι.

Κι έμεινα μόνη να κοιτώ τ' αστέρια και τα σύμπαντα
δίχως εκείνον που 'θελα, μιαν αγκαλιά να πάρει.
Κι αυτό, μου στοίχισε πολύ μιας και συνήθεια το 'χαμε
πάντα να ταξιδεύουμε με λύρα και δοξάρι.

Τι ξαγρυπνώ στα κύματα τώρα και τα ονειρεύομαι,
τι στα βουνά μονάχη μου τις νύχτες καρτερώντας,
αυτός, που τόσο αγάπησα και τόσο πολύ πόθησα,
έφυγε· κι έτσι απόμεινα μονάχη μου, απορώντας

αν θα γυρνούσε κάποτε στα ξαφνικά, όπως έφυγε
κι αυτές, οι στέρφες αγκαλιές να νοιώθανε και πάλι.
Να νοιώθαμε, σαν ήμασταν κι ίσως και πιο καλύτερα,
μιας και λουλούδι ο έρωτας, φυλλοβολεί και θάλλει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το ταξίδι

Δεν ήταν η χαρά κι όπως την έταζε,
μηδέ και πως για πάντα θ' αγαπούσε.
Δεν ήταν, τα καράβια καθώς φεύγανε
και που 'λεγε, σαν ίδια λαχταρούσε.

Μα το ταξίδι, που ποτέ δεν έρχονταν!
που λαχταρούσα, εγώ η δυστυχισμένη.
Στο μόλο να προσμένω, κείθε ανάμεσα
στα πλήθη, σαν κι εγώ ταξιδεμένη...

Κι ύστερα, φάνηκε ξανά σα διάττοντας
κι ο πόθος μου φτερούγησε και πάλι,
σαν να 'ταν η φορά η πρώτη που έβλεπα,
η πρώτη στη ζεστή μου την αγκάλη

κι αισθάνθηκα, σαν είπε πως δεν ξέχασε,
πως σύρθηκε στ' ανούσια και στη χλεύη.
Και τότε, τον συγχώρησα γιατί ένοιωσα
κατάβαθα η ψυχή μου να ημερεύει.

Δεν ήταν όμως λάθος, που τον δέχτηκα.
Είχε πι' αλλάξει μέσα του για πάντα.
Ευτύχησα, κι ουδέποτε μετάνιωσα
στα χρόνια: τα σχεδόν τώρα τριάντα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γυναίκα ΙΙΙ

Γυναίκα! έννοια άρρητη. Της πεμπτουσίας εικόνα.
Αγία, σεπτή, λατρευτική, πνοής οσμή από μύρο.
Δροσιά στης πλάσης τη σπορά - πρώτη σταγόνα.
Πώς για κλινάρι, δέχθηκες στο σώμα σου να γείρω;

Ο ανασασμός σου, μι' άνοιξη σ' έν' ανθισμένο κήπο.
Που λαχταρούν οι μέλισσες να πιούν απ' τους χυμούς.
Που λαχταρούν τ' ανθόκλαδα ψιλής βροχής το χτύπο.
Που σαν σε εικόνα, προσκυνούν να γιάνεις τους καημούς.

Εσύ! τ' αέναο θηλυκό στου σύμπαντος τα μάκρη.
Γέννηση εσύ και θάνατος - πού λάμνουν οι καιροί.
Ισόθεη Χάρη. Κι ύστερα στης Παναγιάς το δάκρυ.
Φλόγα ιερή, που στοίχειωσες στο πρώτο της κερί.

Πόλις πολύβουη. Ερημική. Μήτρα, Γυναίκα, Μάνα!
Ω, Πασιφάη! που λάτρεψαν στον τοίχο της Κνωσού.
Γοργώ συ που 'θελες χορό, πριν ν' άρχεις στον παιάνα.
Πυθία, Ιέρεια των χρησμών. Σαπφώ, της Ερεσού.

Στην Αλεξάνδρεια κι έπειτα: Κλεοπάτρα. Υπατία.
Αδάμαστες, στ' ανάστημα: Διοτίμα, η εμπνευστής.
Η ρίμα, θήλυ που ζητεί της άγνοιας την αιτία,
γι' αυτές... όπου δε δέχθηκαν να ζουν γονυπετείς.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το μέτρο της αγάπης

Πώς ήθελα, να ερχόμουν ως τη στράτα σου,
στιγμές να θυμηθώ και ν' ανατρέξω,
να ξαναδώ τα δειλινά τα μάτια σου,
και την ψυχή μου εκεί να τη γιατρέψω.

Ανάσκελα τ' αστέρια ν' αγναντεύουμε
και τη σελήνη τάχα πως κρατούμε,
γελώντας κι αστειευόμενοι να χαίρουμε,
καθώς πολύ πιο πριν να αγαπηθούμε.

Να θυμηθούμε, κάθε που βλεπόμασταν,
του έρωτα τα λόγια, τα ειπωμένα.
Το μέτρο της αγάπης, σαν φιλιόμασταν
κρατώντας μου το χέρι, αγαπημένα.

Και ύστερα, στους κήπους μας, χαρούμενα
- τους τώρα πια με σπίτια, δίχως τ' άνθη -
να σου μιλώ για κείνα τα μελλούμενα,
που η μοίρα μας θα θέλει - κι απεφάνθη...

Πώς ήθελα, να ρθώ πάλι στη στράτα σου.
Τις όμορφες στιγμές να θυμηθούμε.
Τα δειλινά να δω τ' άχραντα μάτια σου.
Κι αν ήθελε, ξανά ν' αγαπηθούμε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ωδή στον Έρωτα

Λίγο πριν σμίξει με τ' ωχρό τ' άπλετο φως της μέρας
και κύκνεια γίνει του έρωτα η τελευταία βραδιά μας,
πέρα κοιτάμε ασάλευτοι τ' όμορφο της εσπέρας
εκστασιασμένοι, ως άλλοτε π' αρνιόσουν τα φιλιά μας.

(Έρωτα, εσύ που φτερουγείς με τ' άχραντα φτερά σου
και που λαβώνεις τις καρδιές με τόξα και με βέλη,
τόξευσε την αγάπη μου και με τη σαϊτιά σου
δώσε της, πάλι, τι ποθεί. Τι προσδοκά. Τι θέλει.

Κι όταν, βληθεί απ' το βέλος σου και λαχταρήσει, δώσε
της λησμονιάς νερό να πιεί για να με αποξεχάσει
και λάβωσε, ποιον αγαπά και με τον πόθο ζώσε
να νοιώσει, εκείνης τη χαρά, σα να 'ναι από γιορτάσι.

Κι αν αγαπήσουν, Έρωτα, ας πάν' σ' ένα ξωκλήσι
να πιούν το νάμα των ευχών και να το κοινωνήσουν,
κι εκστασιασμένοι, ασάλευτοι, με ανατολή και δύση,
χίλιους μακάρι εσπερινούς να δουν και να ευτυχίσουν.)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Με πάθος και με ζέση

Απ' την αιώνια φυλακή μου σώσε με
κι ένα κομμάτι τ' ουρανού σου δώσε με,
προσκέφαλο να φτιάξω,
να γείρω το κεφάλι μου κει κλαίγοντας
και πριν σου τ' αναφέρω, πρώτα φλέγοντας
τον Έρωτα να κάψω.

Ν' αρχίσω απ' της αγάπης όλα τ' άδικα,
τα λόγια τα μεγάλα και τ' αυθάδικα,
τις όποιες υποσχέσεις...
Την τέφρα ν' αναδεύω απ' τα χαλάσματα,
να δεις πόσα τ' αδέσποτα φαντάσματα,
στου έρωτα τις σχέσεις.

Σε δρόμους να σε πάω πέρα αδιάβατους,
που η νύχτα τους ορίζει: απαράβατους·
της ηθικής οι νόμοι.
Τα ράκη να σου δείξω, πού ναυάγησαν
και πώς, τα αίματά τους τ' αποστράγγισαν,
με δίχως μια συγγνώμη.

Της πολιτείας τα ψεύδη τα παράλογα
θε να σου δείξω... κι ό,τι από τ' ανάλογα,
μιας κοινωνίας που φθίνει.
Τον άνθρωπο, ολοένα που βυθίζεται
και ηθελημένα θέλει ν' απελπίζεται
κι αγώνα να μη δίνει.

Και κλείνοντας - μιας κι όλ' αυτά τα γνώρισα,
στο αγνό μέσα του νου μου τα ξεχώρισα,
γιατί δεν είχαν θέση.
Κι αν έκλαψα για τούτα κι άλλως πόνεσα,
τα σπούδασα μα δεν τα περιφρόνησα,
με πάθος και με ζέση.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανεκπλήρωτα όνειρα


Σαν κοιμόταν, ταξίδευε με το νου κι ονειρεύονταν
πως ταξίδια θα πήγαινε κει που τ' άγρια πελάγη.
Ψηλαφούσε στον ύπνο του τα επώμια, τα διάσημα
κι όσα πόθησε, φάνταζαν πλείστα μπάρκα να διάγει.

Θυμικό παραλήρημα στων αισθήσεων τα κύματα.
Στ' όνειρό του, τ' ανέφικτο κι η επίμονη πλάνη.
(Όσα αγάπησε κι ήθελε μα ποτέ του δεν χάρηκε,
του φαντάζουν σαν έρωτες, που θωρεί μα δε φτάνει).

Βιάζει ο νους του τα χρώματα ν' αντικρίσει στ' απύθμενα
και στ' αγνάντι, τ' ανήμερα τα θεριά της θαλάσσης.
Ν' αναπλάσει, τ' απόκοσμα τα μεγάλα της σύμπαντα
προσδοκά, κι όσα τόλμησε στου μυαλού τις διαστάσεις.

Ένα κέντημα ο κόσμος του κι όσο νείρεται, ατέρμονος
μα στο ξύπνημα, ξέρει πως, ξεγελά τον εαυτό του.
Προσπερνά τ' ανεκπλήρωτα και καμώνεται αδιάφορος,
πως του ονείρου ό,τι χάθηκε, θα 'ναι πάλι δικό του.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κυνάνη

Έχω έναν έρωτα σφοδρό, που 'χει κορμί πανώριο,
που όταν διοπτεύω στ' όργανο που λένε παλλινώριο,
στο Άλφα τη βλέπω τ' αστεριού που λένε του Κενταύρου,
κι άλλοτε μέσα στο βαθύ του σύμπαντος του μαύρου.

Κάποιες φορές, στης γέφυρας του καραβιού τη βάρδια,
νοιώθω πως φάσμα στέκεται μες στα πηχτά σκοτάδια·
να βγαίνει από τη θάλασσα σα να 'ταν η γοργόνα,
σα να 'ταν, η λατρευτική στις προσευχές μου εικόνα.

Κι άλλοτε, πάλι, τη θωρώ κει που το φως του φάρου
και υπό τη λάμψη, ως να 'ρχεται με τη φωνή του γλάρου
και να πετάει στα πάνωθε, πού τ' ουρανού του εβδόμου
ή απ' τα πινά - στο εξώτατο το κέρας του επιδρόμου.

Κυνάνη, πλάσμα λατρευτό - ως πού σμιλεύουν τ' άστρα,
ως πού τυλίγουν τ' όνειρο αντί αργαλειού, στη διάστρα,
είναι θεριό της θάλασσας και ξωτικό του ανέμου!
Είναι της Άνοιξης ο ανθός και τ ' όπλο του πολέμου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Προβλέψεις & Ωροσκόπια

Τι κι αν στ' αστέρια μ' ήθελες - και μ' είχες ανεβάσει...
Του Αλντεμπαράν τη λάμψη του κι αν είχα ξεπεράσει...
Ξεχύθηκες, μες στο μυαλό - φαιά του κόσμου ουσία,
και τώρα ζω μιαν άβυσσο, σαν να 'μουν η αμαρτία.

Με τις Πλειάδες, να φθονούν τον έρωτά μας, κύρη μου,
άξιε του πόθου μου καημέ, του νου καραβοκύρη μου,
που στη Σιδώνα ρίφθηκες άστρο για μένα - αντάρτης,
μάθε... στην Τύρο πρόσμενα, στα χρόνια της Αστάρτης.

Στον ωροσκόπο κι ύστερα, με τη βροχή των Υάδων,
με πλάι το Διόνυσο γερτό στα πόδια των Μαινάδων,
σε πόθησα, κρασί να πιώ κει μέσα στο ποτήρι μου:
Παράδεισο και κόλαση - τρείς νύχτες για χατίρι μου.

Στάθηκα ζώδιο της φωτιάς, κι αν ο Ζυγός αντίκρυ μου,
είμαι η Κριός και φέρθηκα σαν ίσο - στ' αντριλίκι μου.
Δεξιά ο Καρκίνος, να ευλογεί του Αιγόκερω τα πάθη
κι εγώ η ποιμένας, των παθών να κυβερνώ τα βάθη.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τα κλειδιά

Έρωτα, εσύ που κίνησες για μι' άλλην αγκαλιά,
που περιμένω στέκοντας στη θύρα, να γυρίσεις,
μ' ένα φιλί, πώς ήθελα να με καλωσορίσεις,
να μου χαϊδέψεις στοργικά και πάλι τα μαλλιά.

Με τη συγγνώμη που θα πεις, να κλάψω, να γελάσω
κι αμήχανη για το κακό που μ' ήβρε, να δεχτώ,
στης απαρχής τ' αγκάλιασμα να σε καλοδεχτώ,
να ξανανιώσω μέσα μου ως να καλογεράσω.

Κι ύστερα, στο τραπέζι μας με περισσή χαρά,
με γέλια κι αναφιλητά να θυμηθούμε τα όσα,
όσα πολλά που ζήσαμε κι ακόμη τ' άλλα πόσα,
μέλλουν - κι ελπίζει ο άνθρωπος και που τα λαχταρά.

Έρωτα, εσύ που θέριεψες μι' ασέληνη βραδιά,
και που υπομένω αδιάφορα τη θύρα πια να κλείσεις,
στερνά σου λέγω: ας πρόσεχες πριν λανθασμένα ορίσεις,
και για τ' ανούσια - εφήμερα... πέταξες τα κλειδιά...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σωσμός

Εσύ της Άνοιξης ο ανθός και τ' όπλο του πολέμου.
Εσύ η ζωή κι ο θάνατος· εκεί που η απανεμιά
ψίθυρος γίνεται χρηστός, στο πέρασμα του ανέμου.
Πού γίνεται, η ζωή σωσμός - με την ανασαιμιά.

Θύσανος θάλασσας βαθιάς κει που ξεσπά η αχτίδα.
Πού ρεύει τ' άρωμα στη γης ο πι' όμορφος ανθός.
Παρηγοριά τι σκέφτηκες που δε νογά η γραφίδα.
Όσα που πόθησες· κι αυτά που φθόνησε ο βυθός.

Μιας ζωγραφιάς το σύννεφο σε πέλαγο του νόστου.
Καράβι δίχως άρμπουρο που βύθισε μεμιάς.
Στ' άπειρα πέρα σύμπαντα συ ναυαγός του αγνώστου.
Μελάνι, που δε γνοιάστηκε χαρτί της ερημιάς.

Κι ο Έρωτας! που σου ζητεί πριν να χαράξει η μέρα.
Σαν η ψυχή σου, να 'τανε νταντέλα - ο χωρισμός.
Μαύρο πανί, τι ζήλεψε και σ' άδραξε ο αέρας;
Θάλασσα; δίχως το κουπί, τι θα 'τανε ο σκαρμός;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έρωτας

Ο Έρωτας! πάντα ο Έρωτας μας κυβερνά και θέλει
των στοχασμών οι ρίμες μας, σαν σε θολό πρωινό.
Σαν να μη θέλει, στις ερμιές εκείνος ν' αναστέλλει,
παρά να μοιάζει στο άφατο, το υγειές αληθινό.

Μήπως δε θέλει, άλλο να ζεις καθώς τα ξεροτόπια,
σκέψου, και δώσου λεύτερη κι αφέσου στην ορμή.
Όπως ο κάμπος, που διψά να σπέρνουν ηλιοτρόπια.
Ίδια! ερωτικά στα στήθη σου να πάλλονται οι παλμοί.

Πόνος οξύς, επίμονος! λάβρος φορές, μα θείος...
που σ' εξωθεί... ως τ' άπειρα τα σύμπαντα, μαθές.
Κι αν δε το νοιώσεις, φρόντισε να μάθεις πόσο αστείος
θε να 'ταν ο έρωτας, για σε, πριν έρθει το απεχθές...

Δώσου! Αφέσου! οι λέξεις μου... μακάρια μεσημέρια,
σαν από θέρος κι άνεμο να 'χουν σφοδρά πληγεί.
Σαν με το φως να σκάλισαν τ' άπειρα εκείνα αστέρια.
Ω! της ψυχής ο στίχος μου: βέλος! στόχος! πληγή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θύμησες

Σε είδα στ' όνειρο, σε μιαν αυλόπορτα
μα δεν θωρούσα καλά, κορασιά.
Κι ύστερα, φάνηκες σε μια χρυσόπορτα
θολά στου ονείρου μου την εμπασιά.

Έλα! σου φώναξα, βρες τα σκοτάδια μου
και υπό τ' αχνόφωτο, στάσου, να δω!
Πάλι να νοιώσω ζέση τα βράδια μου
κι άλλοτε, στ' όνειρο μη ματαδώ.

Μέσα στο δάσος σε βλέπω, να χαίρεσαι.
Φέρεις τ' ανθόσπαρτα μιαν αγκαλιά!
Από τη σκέψη μου, ποιος να σ' αφαίρεσε
πρωινή, του πόθου μου δροσοσταλιά;

Μετρώ τις μέρες μας κι αυτά που ζήσαμε
μα όλα στις πράξεις μου, βγαίνουν λειψά.
Ό,τι μοχθήσαμε κι όσα αγαπήσαμε,
πώς η ψυχή μου τώρα διψά.

Α και να σ' είχα μες στην αγκάλη μου,
μόνο να αισθάνομαι, πως σε κρατώ.
Και υπό τη μέθη μου και υπό τη ζάλη μου
να νοιώθω· κι όχι στο ιδεατό.

Οι Μοίρες, όμως, μας αποθάρρυναν,
κάθε τους πλέξη και μια πληγή!
Μηδέ μας μοίραναν μηδέ κι ενθάρρυναν
τόσο, που ο έρωτας έχει πληγεί.

Ίσως... μια μέρα... Λέω! ίσως, πάλι...
Ξάφνου να σμίξουμε κάπου - ξανά.
Εγώ η θάλασσα κι εσύ τ' ακρογιάλι.
Mπορεί της άβυσσος νερά κυανά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ποίηση

Με ποίηση πάλι αρχίσαμε την όμορφη βραδιά
μες σε μιαν αίθουσα ζεστή, κατάφορτη απ' ανθρώπους.
Για τα ταξίδια λέγαμε και για τους ξένους τόπους
κι ύστερα, καλοδέχτηκα τι μου ΄λεγε η καρδιά.

Σκίρτησε κάτι μέσα μου κι ο λογισμός μου - ευχή
τόσο, που σαν συνέχιζες τον μύθο ν' αναπλάθεις,
ένοιωσα στον παράδρομο του νου μου πως εστάθης
γι' αυτό, κι αμέσως φρόνησα να πω μια προσευχή.

Έτσι, τα γύρω αλλάζανε και τα τοπία μ' αρνιόταν,
κι εσύ - σαν κάποιο χάραμα που δεν είχα προλάβει -
ήσουν κει μέσα θάλασσα κι εγώ μικρό καράβι,
που, στο σφοδρό του έρωτα το κύμα, θα χανόταν.

Κι ύστερα, χειροκρότησαν τους ποιητές του απείρου
μα... κι αν βρισκόμουν εκειδά, το 'χα σχεδόν ξεχάσει!
Και ποιητές κι επίλογους. Μόν' ένοιωθα απ' τα δάση
τον άνεμο, που δρόσιζε τις παρυφές του ονείρου...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Παραμυθένια όνειρα

Δεν είν' η αγάπη, που πενθεί.
Τ' όνειρο δεν πεθαίνει...
Τι κι αν τ' ορίσαν, μερικοί...
Μπορεί και πάλι απ' την αρχή
τ' όνειρο ν' αναφαίνει.

Η αγάπη στέκει ακλόνητη,
θεριό είναι, δεν νικιέται...
Δεν κάνει πίσω, αν το ζητά
αυτός που νοιώθει κι αγαπά,
που θέλει ν' αγαπιέται.

Λύκους δεν έχει τ' όνειρο
και κοκκινοσκουφίτσες...
Αντρειεύεται κι ορθώνεται!
Μηδέποτε κορδώνεται
κι αναληθώς σ' αρνιέται.

Δεν απειλείται, ο έρωτας.
Μηδέ λύκους, φοβάται...
Στοιχειό είναι κι όταν το ποθεί
η λογική δεν ευσταθεί...
Το αντίθετο νικάται.

Κτήση δεν είναι κανενός
η αγάπη, να χαλιέται.
Δεν είναι αμνήμων η ψυχή...
Στερνή άμα θες σου στέλνει ευχή...
μα δε που σ' απαρνιέται!

Αιώνια μέσα στ' όνειρο
σου υπόσχεται, να φέρει....
Όποια κι αν είν' η απόφαση...
μαθές κι ακόμα η πρόφαση...
Πως αγαπάς το ξέρει...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ελπίδα

Ξέμαθα πια να σ' αγαπώ,
να σε ποθώ πώς είναι.
Να θέλω να ονειρεύομαι,
εύοσμε ανθέ μου, κρίνε.

Τα χέρια σου πώς να κρατώ.
Να σου φιλώ τα χείλη.
Μέσα στα μάτια να κοιτώ,
ξημέρωμα και δείλι.

Ξέχασα, αγνή δροσοσταλιά.
(Καημέ, δίχως πια τέλος...)
Ούτε πώς πόνεσε η πληγή
απ' του Έρωτα το βέλος.

Έσβησε η φλόγα, η χαρά,
η προσμονή, το πάθος.
Πώς η ψυχή να λαχταρά,
να νοιώθει, κατά βάθος.

Όμως... κάθε τι χάνεται,
που λες τέλειωσε - φτάνει,
μπορεί μια σκέψη, μια στιγμή,
να σου το αναθερμάνει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντίο

Αντίο θα πω στην ποίηση,
μιας και δεν ενυπάρχω...
Τα όποια λάθη, συνοικούν
μέσα στις σκέψεις κι αντηχούν,
πως μόνος πια θα υπάρχω..

Πως μόνος μου, κάθε λεπτό
κι η θλίψη μου, ολημέρα...
Τι πόθησα - αχ! θα το πω:
να πρόσμενα ποιαν αγαπώ
αυγή μέχρις εσπέρα,

στην αγκαλιά μου τη ζεστή
να την κρατώ, να σβένω.
Μ' αυτήν, να νοιώθω πιότερο
τον έρωτα, ιερότερο!
Γι' αυτήν και να πεθαίνω.

Αντίο θα πω για πάντοτε
κι άλλοτε δεν θα γράψω.
Στερνή φορά που την φιλώ
και μειδιώ σαν της γελώ,
μπροστά της να μην κλάψω..


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντίο ΙΙ

- Αντίο στερνό στον έρωτα θα πω και στην αγάπη.
Πώς ν' αποδώσω, να αισθανθώ και πώς να το δεχτώ
όταν, αλύπητα η ψυχή χτυπιέται απ' το δρολάπι
και μόνη μου έγνοια, απ' τ' όνειρο, στο πέλαο να ριχτώ;

- Μια θάλασσα είναι τ' άδικο που πλημυρίζει εντός σου.
- H αγάπη, δεν είν' ένδυμα μεμιάς να την πετάς!
Ντύσου με κείνα π' αγαπάς και στ' όνειρο καμώσου.
Ίσιωσε τ' ώριο ανάστημα και μη παραπατάς.

Κάποτε, φτάσε αντίκρυ μου και στα "Γιατί" μου στάσου.
Στο λαβωμένο βλέμμα μου δες τι καλά θωρείς.
- Ίσκιος προβάλεις κι άμαθος κομπάρσος του θιάσου.
- Με δίχως οίκτο, με πετάς ξανά και με αναιρείς.

- Σε ντύνω μάρμαρο λευκό μια σπιθαμή απ' το χώμα.
- Σε ραίνω ευχές και μύρα μου γι' αποχαιρετισμό.
- Άνοιξη και δεν πρόλαβες να μ' ασπαστείς το σώμα.
- Τρις που πονώ, ανεπίτρεπτα γι' αυτόν τον χωρισμό.

- Tην Άνοιξη που σου χρωστώ σ' την ενεχυριάζω.
- Οι επιταγές σου ακάλυπτες γι' αυτό πέρα κινώ.
Τα σ' αγαπώ σου, μάλαμα φθηνό τώρα π ' αλλάζω
και τ' ανταλλάζω, ψάχνοντας για κάτι αληθινό...

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της άνοιξης

Απόψε, σα να μ' έλουζες με τα φιλιά σου μάγια
ένοιωσα, κι αναθάρρεψα σαν κάποιος άλλος να 'μαι:
κισσός, που αναρριχήθηκε απ' των γκρεμνών τα πλάγια
κι απλώθηκε και θέριεψε για κει που λαχταράμε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κυάνη

Καιρό σε ψάχνω μα δεν είσαι κει...
Απομακρύνεσαι και πια δεν σε νοιώθω.
Του εγωισμού μου, του πάθους το νόθο,
μου λέει πως σε θέλει, μ' αυτό δεν αρκεί.

Γι' αυτό με βάζει και πάλι να βρώ
απ' όποια θάλασσα που 'χεις περάσει.
Χιλιάδες τα μίλια μου κι έχω γεράσει,
ρωγμή στης ψυχής σου να βρω τον αγρό.

Κι ενόσω, στ' αδιέξοδο αυτό παραβγαίνω,
μου λες παγιδεύτηκα στο χθες της ρωγμής.
Στα τόσα σύμπαντα που βγαίνω και μπαίνω,
δε σ' είδα να νοιάστηκες ή κάτι να πεις...

Να ξέρεις... πως ξέχασα το πρόσωπό σου.
Καιρό, που ξεθώριασες γιατί δε θωρώ.
Στενάχωρο μου 'γινε να μη το μπορώ,
σε κείνο τ' ασύνορο να μπω τ' όνειρό σου.

Σε ψάχνω δυο μήνες, μα πού να σε βρω...
Με νόστο σε νοιάζομαι μα και μ' αγάπη.
Το πλοίο που βύθισε καθότι εξετράπη.
Την άνοιξη, που έμελλε να μη τη χαρώ.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πέτρα

Η απουσία σου διάχυτη, απ' όσα ορίσαμε
κι ο χωρισμός δρόμος τραχύς
ανήμερα της αγάπης.

Πώς σκόρπισε τόση γαλήνη
κι έγινε αδιόρατος πόνος
και λησμονιά
η προσδοκία του αύριο;

Αυτή η άνοιξη,
δεν προκρίνονταν
γι' αδιέξοδους έρωτες
και επιθυμίες.

Σε κοίταξα.
Μες στην απόλυτη σιωπή το βλέμμα σου:
ατίθασα λεύτερο
απώλεσε το σήμερα γι' άλλοτε:
να παρακάμψω απ' τ' όνειρο.

Ήρθες, μα δεν ήσουν...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Υποσχέσεις

Της μοναξιάς μου οι ψίθυροι κι Εσύ.
Σαν ζωγραφιά πρωινού - θύμιζες άνοιξη,
με μιαν ανάσα στον γκρεμνό απ' τ' αχείλι σου
ίδια με οσμή βασιλικού, μύρο που μ' άγγιξε.

Ποιο δειλινό δίχως εσένα, μάτια μου;
Ποιο δίχως χρώματα πρωινό διήγημα
δίχως μελίσσια κι ευανθούς, που να μη σ' έχει
παράλια, την άμμο να σκορπάς γυμνόποδη;

Στο δειλινό σου το ένδυμα, λαχτάρησαν θνητοί,
θεά, με το Ολύμπιο ανάστημα - δυο μέτρα δρόμος.
Της μοναξιάς μου οι ψίθυροι κι Εσύ...
Σαν ζωγραφιά θα σ' αγαπώ - στερνή μου εικόνα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στο κόκκινο των αισθήσεων

Ανάδρομος ο έρωτας κι απόψε
το ίχνος του άφησε
σφοδρός ανεμοστρόβιλος
κι εμείς
δραπέτες μ' ελεύθερη βούληση
στου χέρσου τη χάρη.

Παλαιοί συνοδοιπόροι του έρωτος
εμείς,
με τ' αποτσίγαρο στα χείλη
κι ένα προαίσθημα σιωπής
και μοναξιάς
στους καρμικούς λεπτοδείκτες
των αισθήσεων.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το τελευταίο Αντίο

Τι κι αν προσπάθησα, να μ' αγαπήσεις...
Της λογικής ο έρωτας - ο εγωισμός σου,
έβαλλε ανέκαθεν τις συζητήσεις.
Πάθη που ενδύθηκε, ο μερισμός σου.

Δεν ήμασταν άλλο παρά οι αποχρώσεις
που η Νύχτα θέλησε σκιές της να 'χει.
Κορμιά που λάξεψαν μ' ώριες κυρτώσεις
κι έπειτα γκρέμισαν στο καταράχι.

Σε ρέπια στάσαμε και μες σε ρούγες
κι ύστερα... θέλησες πια να ξεγίνεις.
Δεν είχε ο Έρωτας αυτός φτερούγες,
πλην εκεί που ΄θελες να κατευθύνεις.

Με πάθος λάτρεψα μα και μ' αγάπη.
Όσα τι μου 'δωσες θα περισώσω.
Μέχρι κει που 'θελα και σου επετράπη.
Μέχρι κει που 'θελες, να σε αξιώσω...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το θάμα

Και ήρθες! κατά την Άνοιξη,
για να μου πεις... πως φεύγεις...
Για να μου πεις πως τέλειωσε
και πια... θα μ' αποφεύγεις.

Για μια στιγμή, μου φάνηκε
πως σε άγνωστη, μιλούσα....
Σαν και να μην υπήρξαμε...
Σαν και να μη αγαπούσα...

Να 'ξερες πώς ταράχθηκα!
Τι στεναχώρια, πήρα...
Όμως, ποτέ δε θύμωσα
και μάλιστα, σ' εξήρα.

Δεν με πειράζει, αγάπη μου...
Πάντα καλά συ να 'σαι...
Να μη στενάχωρα περνάς
και να μη μου λυπάσαι

γι' αυτά, που οι Μοίρες ζήλεψαν...
Που τέλειωσε, το θάμα...
Εγώ, να ξέρεις... σ' αγαπώ
στο χώρια και στο αντάμα


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σκιές

Δεν ήταν πιότερο από δυο φάσματα
που η Νύχτα θέλησε Σκιές της να 'χει.
Που βγαίναν πάντα με την πανσέληνο
από μι' απότομη βουνού τη ράχη.

Στις φυλλωσιές και πέρα στ' απόμερα
ζούσαν, στα ρέπια και μες στις ρούγες,
και λαχταρούσαν στα κρύφια τους όνειρα
να φέρουν του έρωτα τις φτερούγες.

Να χαίρουν όσα με πάθος λαχτάρησαν
εκεί, που αρχίζουνε τ' άγρια τα σκότη,
εκεί που η πρόκοσμη Νύχτα τους όρισε
να είν' η αγάπη τους αιώνια η Πρώτη.

Έτσι, στ' ανάμεσα στεριάς και θάλασσας,
τους δώσαν ονόματα: Στοιχειό και Στοιχείο.
Θρυλείται πως ήταν μιας φλόγας υπόλοιπα,
από τ' ανέσπερο το φως της το Θείο.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γιατί...;

Γιατί την λάτρεψα θαρρώ πως σιώπησε για πάντα.
Τις ώρες πένθιμα περνώ και σκέψη άλλη δεν κάνω
παρά μονάχα μήπως δω κοιτώντας στον εξάντα.
Μήπως στ' αστέρια, να μπορώ τουλάχιστον να φτάνω.

Αχ! πώς στενάχωρα περνούν των στοχασμών μου οι ώρες!
Πέτρα θα γίνω να ριχτώ στης θάλασσας τα μάκρη,
κι όταν θε να 'ρχονται να δουν του Ποσειδώνα οι κόρες,
θα λέω, για κάποιον έρωτα θέλησ' αυτήν την άκρη.

Θα ερημωθώ κει μέσα της ώσπου βυθός να γίνω!
Ώσπου ν' απλώσουν γύρωθε και στον γρανίτη επάνω,
τα πικραμένα του έρωτα - που θα τα κατευθύνω:
Που ως να κοπάσει, το άδικο... με φύκη θα τα ράνω.

Κι αλλόκοσμος ως θα στέκομαι μιας κι απ' αρμύρα θα 'μαι,
κι ανήμπορος ως θα σήπομαι κειδά με τα καράβια,
σαν θα κοιτώ του σύμπαντος τ' αστέρια, θα λυπάμαι,
εκθειάζοντας τον Έρωτα, με θαυμασμό κι ευλάβεια.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της φύσης

Θέλω να πάρω το στρατί κι από την πόλη ως κάτω
να πάω να ιδώ τη θάλασσα, να νοιώσω, να πλαντάξω
από το κλάμα το πολύ κι απ' την ανάγκη που 'χω,
να νοιώσουνε τα μέσα μου, τι πόθησαν, τι θέλουν...

Πίσω ν' αφήσω το τραχύ κι άλλο να μη γυρίσω
ως να χαρώ τ' ανείπωτο, ως να στενάξω, ο έρμος
κι έτσι χορτάτος, να αισθανθώ, να ιδώ και να πονέσω
μέχρις αγέρας ν' απλωθώ τι λεύτερος να νοιώσω.

Να ιδεί χαρά το βλέμμα μου σαν θ' αντικρίσει εκείνα
τα ουράνια τόσα θαύματα που καθρεφτίζουν μέσα
στη νύχτια τούτη θάλασσα, την εύμορφη πλανεύτρα,
που οι ποιητές την ύμνησαν και στο καμβά οι ζωγράφοι.

Κι άμα χορτάσω, να στραφώ να ιδώ βουνό, χαράδρες,
να ιδώ ποτάμια τι διψώ να μεταλάβω εκείνα
και να χαρώ με τ' άγρια - να αγκαλιαστώ τ' αρκούδι
κι άμα τα ζήσω και χαρώ... χαρά κι ας αποθάνω!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αν

Κι απ' των ματιών την άμπωτη, παρασυρμένη βγήκα
ως το πλατύ π' αντίκρισα μάγο χαμόγελό σου.
Κι ερωτευμένη ως ήμουνα, μια χαραμάδα βρήκα
και μπήκα, όπως η άνοιξη, απ' το παράθυρό σου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Λευκό πανί

Κάτι, καθώς ανάσταινε το μέσα σου
και κάτι που η ψυχή μου λαχταρούσε...
η μοίρα, διαλαλούσε πως την άνοιξη,
για εμάς τους δυο η αγάπη δεν θ' αργούσε.

Κι αιώνια θα διαρκούσαν τα ταξίδια μας,
σαν ίδια, αυτά του νου τα επανωτά μας -
μια βάρκα με λευκό πανί στον άνεμο:
στο ατέρμονο ταξίδι, του έρωτά μας.

Και κάτω από τα νύχτια ουρανοθέμελα,
με αστροφεγγιά σε θάλασσα γαλήνια,
του πάθους, τα διαρκή σφιχταγκαλιάσματα,
τον έρωτά θα υμνούσαν, με βαθύνοια.

Και η πεθυμιά κι ο πόθος, αλησμόνητα!
Και τ' άνθη, απ' τα φιλιά μας που θ' ανθούσαν,
θα τα μνημόνευε για πάντα η Άνοιξη,
με υπόσχεση: αιώνια να διαρκούσαν.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πηνελόπη

Όπου στενάζει η θάλασσα και αγκομαχάει το κύμα
και θραύεται τ' ανεύρετο του δειλινού το χρώμα,
εκεί θε να 'μαι: για να κλαίω με πόνο, να στενάζω
εγώ, το χαμολούλουδο τo αμύριστο, το μόνο.

(Τι απελπισμένα πόθησα τα δροσερά σου χείλη,
να σ' τα φιλήσω και να πιώ το κόκκινο απ' το δείλι).

Εσένα, που λαχτάρησα και πια μακριά μου θα 'σαι
και πια δίχως τον έρωτα και δίχως την αγάπη,
θα ζω με τ' ανεκπλήρωτο, το δίχως αίσιο τέλος
κειδά, λουλούδι αμύριστο κι απείραχτο και στέρφο.

(Της στερημένης δώσε μου τι προσδοκώ για να 'χω,
θάλασσα με την άμμο της και σκλήθρα από το βράχο).

Κι ως ξαγρυπνώ κει κλαίγοντας τον έρωτα που εχάθη
και νείρομαι, πως κάποτε θ' ανταμωθώ και πάλι,
σε βλέπω, από τα βάθη της σαν να 'ρχεσαι, ν' αγγίζεις
και να ζητάς τα χείλη μου γλυκά να τα φιλήσεις.

(Να μου σφαλνάς τα μάτια μου με των φιλιών το πάθος,
και να δακρύζει η άβυσσος στης κόγχης μου το βάθος).

Κι έτσι, κειδά στο κύμα της αιώνια θα προσμένω
ψάχνοντας νόημα και σκοπό γιατί να ζω, να υπάρχω
καθώς, οι απόκοσμοι ήχοι της, θα στέλνουν τις αισθήσεις
κει που θα ρεύουν του έρωτα τ' Απρίλη τα λουλούδια.

(Να παρελαύνεις το κορμί και την ψυχή να γδύνεις
και τ' άνεργα του πόθου μου να δένεις και να λύνεις).


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Καρτερία

Τον καρτερώ απ' το πέλαγο για να μου γνέψει πάλι.
Για να μου πει, ποια θα 'θελε να ψάξω ακρογιαλιά.
Απ' το μουράγιο κι έπειτα, το κύμα που με βάλλει,
σε άλλη με σπρώχνει του έρωτα πελαγινή αγκαλιά.

Παρακαλώ σε, θάλασσα, παρακαλώ σε, κύμα,
κι εσείς, άνεμοι, δώσε τε να τον συναντηθώ.
Έρωτα!; τι σε χάλασε και δεν θωρείς το σχήμα;
Τόξευσε τ' άγια βέλη σου, πριν τον απαρνηθώ.

Για να μπορώ τα χείλη του να τα φιλήσω πάλι.
Για να μπορώ τα χέρια του και πάλι να κρατώ.
Για να μπορώ κατάσαρκα να φέρω στην αγκάλη
κι έγνοια μονάχη, δίπλα του, για πάντα ν' αγαπώ.

Όμως, στο κιάλι προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Μια τον κρατώ στα χέρια μου και μια που μου γλιστρά.
Ας ήτανε, τρόπο να βρω στα χείλη του να στάσω
κι ανέγνοιαστη πια, να χαρώ γιατί θα μ' αγαπά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Επάγγελμα ναυτικός

Απόκαμα, στις ξενιτιές και στα καράβια, ναύτης.
Τριάντα χρόνια, να φαντάζει ανέφικτη η στεριά.
Πιότερο εργάτης φάμπρικας παρά σαν αργοναύτης,
μ' αιώνια έγνοια, τον πνιγμό και την κακοκαιριά.

Δίχως οδούς η νιότη μου και δίχως παραδρόμους.
Δεν έζησα, της φαμελιάς τους πλείστους ασπασμούς.
Ανέγνοιαστος πώς ήθελα να περπατώ στους δρόμους,
κι όχι σκυφτός στους χάρτες μου να βγάζω προορισμούς.

Δέντρο ποτές δεν άγγιξα μηδέποτε ένα φύλλο.
Κάτω από έναν πλάτανο, σκιά για να αισθανθώ!
Ν' ακούσω τα μεσάνυχτα τον τζίτζικα, τον γρύλο.
Του λουλουδιού της άνοιξης που σκάει, τον πρωτανθό.

Καλύβα! για ν' αφουγκραστώ, να κλάψω, να γελάσω.
Να δω πώς μεγαλώνουνε - αχ! τα μικρά παιδιά...
Το κουρασμένο σώμα μου στη γης να ξαποστάσω.
Κάτω από τ' άστρα να βρεθώ κι απ' την αστροφεγγιά.

Τριάντα χρόνια θάλασσες... ξενύχτια και φουρτούνες.
Πιότερο... ας έρθει ο θάνατος για ν' απολυτρωθώ!
Λάντζες. Πιλότοι. Πράτιγο. Ποστάλια και μαούνες.
Άγιος... δίχως εικόνισμα, να με προσευχηθώ...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η γυναίκα του ναυτικού

Συγγνώμη πρέπει να ζητήσει η Μοίρα από μένα
που μ' άφησε μονάχη μου σε σπίτια ερημωμένα.
Κανείς! ποτέ δε γνοιάστηκε να πει: Πώς τα περνά;
Μονάχα οι γύρω βιάζονταν να κρίνουν αυστηρά.

Συγγνώμη πρέπει να ζητήσει η Μοίρα, από μένα
κι ας φρόντιζε μονάχη της για τούτα τα γραμμένα.
Να μη μου στέκει εδώ κανείς - λες κι ήμουν η Αμαρτία,
που απέριξαν σαν μοναχή σε κάποιαν εκκλησία.

Όμως... εγώ τα συγχωρώ, δεν περιμένω κάτι -
κόλαση και παράδεισος μου κλείσανε το μάτι!
μα κι αν η Μοίρα, το 'θελε για πάντα να προσμένω...
αχ! σαν τα μάτια μου κλειστούν ερωτευμένη μένω!

Φάρος θα γίνω κι ουρανός με σύννεφο που αστράφτει
κι όλα τα πέλαγα μαθές στον π' αγαπώ το ναύτη.
Του ναυτικού είν' η σύζυγος, θάλασσα αγριεμένη!
Ό,τι αγαπά και λαχταρά, λατρεύει να προσμένει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αιγαίο

Αναγαλλιάζω σαν κοιτώ την θάλασσα την πλέρια
κι όλο κει μέσα χάνομαι και λαχταρώ να δω
τ' άπειρα, εκείνα πάνωθε του δειλινού τ' αστέρια.
Τα σύμπαντα, που σαν κοιτώ ποθώ να στιχουργώ.

Ό,τι το λεύτερο αγαπώ που μου χαρίζει η φύση
κι ακόμη, πίσω όταν κοιτώ και βλέπω το βουνό.
Και βλέπω αυτά που χαίρομαι κι έχω πολύ αγαπήσει
τόσο, που νοιώθω μέσα μου σαν να τα κοινωνώ.

Και νοιώθω ρίγος, κάποτε, σαν της ψυχής το ρίγος
να διαπερνά το σώμα μου με θέρμη αληθινή,
που από τον βράχο ως στέκομαι, ο ταπεινός, ο λίγος,
λέγω, πως θα 'θελα η ζωή, να ΄ταν παντοτινή.

Κι έτσι, ως η μέρα σβήνεται και το σκοτάδι αρχίζει,
παίρνω τον δρόμο τον μακρύ με την ψυχή μισή,
μα πίσω πάντοτε κοιτώ ψάχνοντας τι τα ορίζει:
πόθεν το τέλος καθενός και πόθεν του η αρχή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Λενιώ

To 'θελε η μοίρα, να 'ν' φτωχή.
Μα είχε μιαν άδολη ψυχή,
η Λενιώ της Σύρου.
Με περηφάνια και με ορμή,
το γέρικο όρθωνε κορμί,
και στρέφονταν στ' απείρου.

Δίχως χαρά πια, να γελά...
Δίχως το σώμα, να φελά...
ξεχνιόταν, στο καντήλι.
Πριν ν' ασπαστεί την Παναγιά,
έκρυβε τ' άσπρα της μαλλιά,
στο εργόχειρο μαντήλι.

Έχασε κόρη, έχασε γιο
κι είχεν εγγόνα, τη Μαριώ,
για να φροντίσει:
Με έγνοια μονάχη - πριν χαθεί -
να 'βρει στη Σύρο ένα παιδί,
για ν' αγαπήσει.

Για να την πάει στην εκκλησιά.
Με τοπική τη φορεσιά
να ιδεί ντυμένη.
Να 'χει ό,τι πόθησε η ψυχή,
με υπομονή κι απαντοχή,
όπου δοσμένη.

Oμως, δεν πρόκαμε η Μαριώ,
που 'χε για βάβω τη Λενιώ.
Γι' αγάπη, εχάθη.
Κι η βάβω τώρα τη θρηνεί
δίχως τους τρείς ν' αλησμονεί,
κει που 'ναι οι τάφοι.

To 'θελε η μοίρα, να 'ν' φτωχή.
Μα είχε δυο στρέμματα ψυχή
η Λενιώ, της χώρας.
Είχε μια κόρη κι ένα γιο.
Είχε μια εγγόνα, τη Μαριώ
που ετάφη, προ ώρας.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αυτογνωσία

Ξαρματωμένος, πάλι, απόψε ταξιδεύεις
μέχρι πού φτάνουνε τα όρια, του μυαλού.
Τ' άλλοτε πίσω, τα θυμάσαι και υποφέρεις,
η κρίση, λέγοντας, πως λάθεψε απ' αλλού.

Κόσμους διασχίζεις μακρινούς κι άγνωρα μέρη
κι ως πού η σπουδή σου, θε να φτάσει ακόμη, λες.
Από τα χθες, πετάς σε μι' άκρη ό,τι δε χαίρει:
Πώς οι πτυχές και πώς σε απρίσαν οι αφορμές.

Ένα ταξίδι μακρινό στο πού και πότε.
Έν' ανεπίστρεπτο, με θρήνους και οιμωγές.
Είναι τ' αέναα - τ' αδιάφορα, τα τότε,
που εξαργυρώνουν τα όποια λάθη, οι επιλογές.

Διαβάτης μόνος, στους στενούς κι έρημους δρόμους.
Μέσα στ' απόμακρα του κόσμου σου, οι σιωπές.
Ψεύδη κι αλήθειες, σου βαρύνανε τους ώμους.
Της μοναξιάς σου οι σκέψεις θύμησες πολλές.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ανάμνησις


- Μην είν' η αγάπη, που ήθελα; Μην είν' ο έρωτάς μου;
Μην είν' ο φάρος που έψαχνα, της πρώτης νεότητάς μου;
Σημάδι μ' έβαλε κι αυτός και μ' έφερε κοντά του.
Μυρίζω τ' άσπρο γιασεμί στ' αέρινα μαλλιά του.
 
- Πώς το 'θελε, κι αυτή κι εγώ, κουβέντα να της πιάσω,
να της μιλώ γλυκόλογα κι ως στην καρδιά να φτάσω.
- Ήθελα να 'ταν ο έρωτας, αϊτός - για μένα να 'ρθει,
ν' αρπάξει μια να με φιλά, να φύγει, να ξανάρθει.
 
Κι απ' την πολλήν αγάπη του, να νείρομαι, να χαίρω...
κι όταν μακριά θε να 'φευγε, με ζέση να υποφέρω
ώστε, να ορθώνονται ψηλά τα τείχη όταν μακριά μου.
Στα μύχια να φαντάζομαι τα πιο τρελά όνειρα μου.
 
- Με το μυαλό, το προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Σ' αυτό το σώμα που ποθώ πώς ήθελα να στάσω.
Αυτά τα χείλι να φιλώ και πάνω τους να λιώνω
κι άλλο γι' αυτήν, στη ζήση μας, να μη το μετανιώνω.
 
Παρακαλώ Σε, Έρωτα, φέρε μου αυτήν που θέλω,
καθημερνά, να μην πονώ πολύ και ν' αναστέλλω.
Γιατί να θες, να μην μπορώ η αγάπη μου για να 'χει
ό,τι που τόσο πόθησε χωρίς φειδώ και αμάχη;
 
- Ρίγος με πιάνει! ζεστασιά! τρέμουλο! ανατριχίλα:
Μαύρα φορώ τα πένθιμα και μου φορώ μαντήλα.
Άλλο δεν θέλω να πονώ και να υποφέρω τόσο.
Χίλιες φορές ο θάνατος παρά να τον προδώσω.
 
- Αγάπη μου, παντοτινή! Μακριά σου εγώ δεν κάνω.
Κι αν μακριά μας όρισαν, θα προσπαθώ να φτάνω.
Ευχή δική μου, αγάπη μου, χαρά να 'χεις κι ελπίδα.
Εσύ, του κόσμου καύχημα και της ζωής μου αχτίδα.
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Η υπόσχεση


Δεν είδες...!; Δεν στοχάστηκες τι νοιάστηκα για σένα..;
Σαν ρόδο μοσχομύριστο δεν σ' είχα στ' ανθισμένα;
 
Όσα για σένα γράφτηκαν: οι αγράμπελες, τα κρίνα,
τ' αστέρια που ξεκάρφωνα κι όλα του θόλου εκείνα
 
ήταν γιατί... σ' αγάπησα! αυτή 'ναι η μόνη αλήθεια...
(Προς την αγάπη, ποιος τολμά να γράψει παραμύθια
 
για ξωτικά και μάγισσες, κει που το ισχνό προβάλει
μα, κι έτσι πάλι αν ήτανε, πες μου τον που σε βάλλει:
 
Ποιος δράκος κρύβει σε σπηλιά, σε ανήλιαγα δωμάτια,
για να μη δεις, πριγκίπισσα, τον π' αγαπάς, στα μάτια;
 
Πες μου, πούθε σε αλύσωσε, να ζέψω τ' άλογό μου
μεμιάς να κόψω με σπαθί κάθε δικό σου εχθρό μου!;)
 
Ποιος σ' είδε και σε νοιάστηκε, θεϊκή ομορφιά, πανώρια.
Τι μου ζητάς στ' αλόγιστα να ζήσουμε πια χώρια;
 
Ω, νεραϊδόκορμη! θεά, που λαχταρώ σε, ακόμα
που ξενυχτώ σαν σκέφτομαι, απ' το πρωί ως το γιόμα
 
για σε, - κι ας σειέται η θάλασσα με τα μαλλιά λυμένα,
που όλα τα φίδια της, κρατεί με τ' αλυσοδεμένα.
 
Φεύγω! κυρά (και υπόσχομαι μπροστά σου άλλο δε θα 'βρεις)
κι ας αποθάνω εξόριστος της ξενιτιάς της μαύρης.
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
H παιδούλα

 
Γίνεται κάτι, μέσα μου...
Κάτι με αναστατώνει...
Μηδέ χαλάει την όρεξη,
μηδέ που με σκοτώνει.
 
Μήπως τ' αγόρι, που 'φερε
απ' το σχολειό στο σπίτι;
Μην κάτι λίγο, η θάλασσα;
Το φως του αποσπερίτη;
 
Μην το ταξίδι του μυαλού
που ανέγνοιαστο ήταν τόσο,
και τώρα, θέλησε μαθές
σε στίχο ν' αποδώσω;
 
Μην είν' ο έρωτας, που λεν;
Μην είναι η αγάπη;
Μαθές που τόνε γνώρισα,
μαθές, που μου 'πε κάτι...;
 
Μήπως... το χέρι που έπιασε;
Που κοίταξε στα μάτια;
Μη το ανάριο ανάστημα;
Τα γύρω και τα πλάτια;
 
Πάλι... μην είν' η ομορφιά;
Το γλυκολάλημά του;
Μην ήταν - ως με ασπάστηκε -
το γλυκοφίλημά του;
 
Μα... κάτι ήταν! κάτι τι..;
Ίσως και να 'χω λάθος...
Μ' αυτό που νοιώθω μέσα μου...
το λαχταρώ με πάθος!


©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
Μοίρες


Παιδί γλυκό απ' τα σπλάχνα μου,
παιδί μου αγαπημένο,
που όσο καιρό θα χρειαστεί
σα μάνα θα προσμένω,
 
που σαν γεννήσω, θε να ρθούν
οι Μοίρες να διαλέξουν
κάθε χαρά και βάσανο,
κάθε στιγμή να πλέξουν:
 
Τρεις μέρες, πρέπει, ακοίμητη
για να μπορώ ν' ακούσω
πόσα για σένα τα καλά
κι αν πρέπει ν' αντικρούσω,
 
ν' ασκήσω ως μάνα τη γητειά,
για να σε λυπηθούνε,
για να μου πουν, αγάπη μου,
τ' άδικα τόσα πού 'ναι.
 
Σ' τα λέγω πριν να γεννηθείς,
καλά για να τ' ακούσεις,
πως δεν είν' εύκολη η ζωή,
πως θα 'χεις να προσκρούσεις
 
μιας κι όλα είναι παράξενα,
και τ' άδικα είναι τόσα,
που σαν τ' ακούσεις, δεν θα θες
να μάθεις κι άλλα πόσα.
 
Μη βιάζεσαι, ματάκια μου.
Γιατί κλωτσάς; Τι θέλεις...;
Σιγά! σε λίγο θα γενείς...
Σε λίγο... θ' αναστέλλεις...
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

1977 - 2014 Ανθολογία ποίησης Β' Γιώργ. Μανέτα